2.Ποινικός Κώδικας
- ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
1.1 Εισαγωγή
Η κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων απαιτεί να ζουν μεταξύ τους αρμονικά. Δηλαδή, ο καθένας πρέπει να σέβεται απόλυτα τον άλλον και να αποφεύγει κάθε πράξη ή παράλειψη, η οποία είναι επιβλαβής ή επικίνδυνη για το συνάνθρωπο του ή την κοινωνία γενικότερα. Τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις είναι π.χ.: η ανθρωποκτονία, η σωματική βλάβη, ο βιασμός, η κλοπή, η ληστεία, η λαθρεμπορία, οι παραβάσεις του Κ.Ο.Κ, η παράλειψη λύτρωσης άλλου από κίνδυνο ζωής κλπ.
Τις επιβλαβείς, επομένως, ή επικίνδυνες πράξεις και παραλείψεις, δηλαδή τα εγκλήματα, καθορίζει και απαγορεύει το κράτος με τον Ποινικό Κώδικα και με διάφορους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους που εκδίδονται για τη συμπλήρωση του.
Ο Ποινικός Κώδικας (Π.Κ.) είναι νόμος (Ν. 1492/1950). Στο νόμο αυτό περιγράφονται τα βασικά εγκλήματα που προσβάλλουν τα πολυτιμότερα αγαθά του ατόμου και της κοινωνίας.
Οι Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι απαγορεύουν ορισμένες επιβλαβείς πράξεις και παραλείψεις, που είναι, βέβαια, εγκλήματα, όχι όμως βασικά όπως του ποινικού κώδικα. Τέτοια είναι π.χ. η ζωοκλοπή, η παράνομη θήρα, η χρήση ναρκωτικών, η ανέγερση οικοδομήματος χωρίς άδεια κ.ά.
Το κράτος, λοιπόν, με τον Ποινικό Κώδικα και τους ειδικούς ποινικούς νόμους απαγορεύει τις επιβλαβείς ή επικίνδυνες πράξεις και παραλείψεις των ανθρώπων και καθορίζει τις επιβαλλόμενες ποινές εναντίον εκείνων που τις διαπράττουν ή τις παραλείπουν.
Με τις απειλούμενες ποινές ο Ποινικός Κώδικας επιδιώκει να επηρεάσει τη διαγωγή των ανθρώπων και να την καταστήσει σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της έννομης τάξης.
Ο Ποινικός Κώδικας (Ν. 1492/1950), ο οποίος ψηφίστηκε στις 17 Αυγούστου 1950 και δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθ. 182 Φ.Ε.Κ., τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1951. Πριν από τον Ποινικό Κώδικα ίσχυε ο παλαιός ποινικός νόμος, τον οποίο είχε συντάξει ο βαυαρός νομομαθής Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ το 1834 όταν είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα, ως μέλος της επιτροπής αντιβασιλείας, υπό τον βασιλέα Όθωνα.
Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας αποτελείται από τρία βιβλία. Το πρώτο (άρθρ. 1-133) αφιερώνεται στο γενικό μέρος, το δεύτερο (άρθρ. 134-459) περιλαμβάνει το ειδικό μέρος και το τρίτο (άρθρ.460-474) περιέχει τις μεταβατικές διατάξεις.
Το γενικό μέρος: Είναι οι γενικές αρχές, οι οποίες αποτελούν το όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η θεωρητική σύλληψη και η πρακτική χρησιμοποίηση της ουσίας του οποιουδήποτε εγκλήματος, του εγκληματία και της αντίδρασης εναντίον του με ποινές ή μέτρα ασφάλειας. Τέτοιες διατάξεις είναι π.χ. εκείνες που αναφέρονται στην έννοια του εγκλήματος, στην υπαιτιότητα, στην απόπειρα, στη συμμετοχή, στις ποινές, στα μέτρα ασφάλειας, στη συρροή, στην υποτροπή, στην επιμέτρηση της ποινής κλπ.
Στο ειδικό μέρος περιλαμβάνονται τα κύρια εγκλήματα, καθορίζονται τα στοιχεία αυτών και αναγράφονται οι ποινές κατά των δραστών.
1.2 Γενικό μέρος
1.2.1 Ο Ποινικός νόμος
«Κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο»
Σύμφωνα με το άρθρ. 1 του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.) : «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο στις πράξεις εκείνες, για τις οποίες ο νόμος την είχε ορίσει ρητά πριν από την τέλεσή τους».
Στο ποινικό δίκαιο γενικά και στο ελληνικό ποινικό δίκαιο ειδικότερα ισχύει η γνωστή αρχή «nullum crimen, nulla poena sine lege» («κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο»).
Σύμφωνα με την παραπάνω αρχή, καμιά πράξη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα και καμιά ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί από τον ποινικό δικαστή, αν η πράξη δεν προβλέπεται από κάποιο νόμο που απειλεί το δράστη με ορισμένη ποινή.
Συνέπειες:
- Ο ποινικός νόμος πρέπει να προβλέπει την εγκληματική συμπεριφορά του δράστη και να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης.
- Το έθιμο δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως πηγή κανόνων δικαίου για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιόποινου χαρακτήρα μιας πράξης.
- Απαγορεύεται η πλήρης αοριστία του νόμου στην περιγραφή της εγκληματικής πράξης και η απειλή από το νόμο εντελώς αόριστης ποινής.
- Αποκλείεται η αναλογία κανόνων δικαίου, εφόσον πρόκειται να θεμελιωθεί ή να επαυξηθεί το αξιόποινο.
1.2.2 Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου
Άρθρο 2 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
1.«Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις.
2.Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη, παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε, καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της».
Έτσι λοιπόν αν κατά το χρόνο της τέλεσης της πράξης:
- η πράξη αυτή δεν προβλεπόταν από το νόμο και δεν απειλούνταν με ποινή, τότε ο δράστης δε μπορεί να διωχθεί και να τιμωρηθεί, ακόμα και αν η πράξη που τέλεσε απαγορευτεί αργότερα με νόμο και απειληθεί με ποινή.
- η πράξη αυτή προβλεπόταν από το νόμο και τιμωρούνταν, όμως αργότερα και έως την αμετάκλητη εκδίκασή της εκδόθηκε άλλος νόμος αυστηρότερος από εκείνον που ίσχυε κατά τη διάπραξη του εγκλήματος, τότε δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά ο αυστηρότερος νόμος.
- η πράξη αυτή προβλεπόταν και τιμωρούνταν από το νόμο, όμως αργότερα και έως την αμετάκλητη εκδίκασή του εκδόθηκε άλλος νόμος ηπιότερος από εκείνον που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης, τότε θα εφαρμοστεί αναδρομικά ο νεότερος ηπιότερος νόμος.
Αν μετά την αμετάκλητη καταδίκη εκδοθεί ηπιότερος νόμος με ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δε θα έχει αναδρομική εφαρμογή. Σύμφωνα δε με την παρ. 2, «αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη, παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε στο δράστη, καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της».
Κατ’ εξαίρεση, δεν ισχύει η αρχή της αναδρομικότητας του ηπιότερου νόμου, όταν πρόκειται για νόμους προσωρινής ισχύος και για μέτρα ασφάλειας.
1.2.3 Έννοια όρων του κώδικα
Άρθρο 13 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Στον Π.Κ. οι ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται με την εξής σημασία:
- Υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή άλλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου.
- Οικείοι είναι οι συγγενείς εξ’ αίματος και εξ’ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα θετά τέκνα, οι σύζυγοι, οι μνηστευμένοι, οι αδελφοί και οι σύζυγοι και οι μνηστήρες των αδελφών, καθώς και οι επίτροποι ή επιμελητές του υπαιτίου και όσοι βρίσκονται υπό την επιτροπεία ή επιμέλεια του υπαιτίου.
- Έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Έγγραφο είναι και κάθε μέσο, το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δε μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία.
- Σωματική βία συνιστά και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα.
- Στρατός είναι ο στρατός της ξηράς, της θάλασσας και του αέρα.
- Κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια, τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη.
- Ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης όταν από τη βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον».
1.2.4 Η Αξιόποινη πράξη
Έννοια της αξιόποινης πράξης
Άρθρο 14 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
1. «Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.
2. Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος «πράξη» περιλαμβάνει και τις παραλείψεις».
Έτσι λοιπόν σύμφωνα με το άρθρο αυτό, για να υπάρξει έγκλημα πρέπει απαραιτήτως να συντρέχουν τα εξής στοιχεία:
- Πράξη (ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη).
- Η πράξη πρέπει να είναι άδικη.
- Η άδικη πράξη πρέπει να είναι καταλογιστή στο δράστη της.
- Η άδικη και καταλογιστή πράξη οφείλει να περιγράφεται ειδικά σε κάποιο νόμο και να απειλείται με ορισμένη ποινή.
α. Πράξη
Ανθρώπινη συμπεριφορά σημαίνει ότι μόνον οι άνθρωποι διαπράττουν εγκλήματα. Οι άνθρωποι κλέβουν, εξαπατούν, εκβιάζουν, τραυματίζουν, σκοτώνουν κλπ. Επομένως, η ενεργητικότητα των ζώων δε μπορεί να αποτελέσει ποινικώς αξιόλογη πράξη, δηλαδή έγκλημα. Υπεύθυνοι για τις σωματικές βλάβες ή τις ζημίες που προκαλούν τα ζώα στους ανθρώπους είναι οι ιδιοκτήτες αυτών.
Η πράξη είναι εκούσια (ηθελημένη) συμπεριφορά. Το βασικότερο στοιχείο της πράξης είναι ότι αυτή πρέπει να υπαγορεύεται από τη θέληση του δράστη, υπό την έννοια ότι ο αυτός πρέπει να πράττει εκουσίως, δηλαδή με τη θέλησή του, χωρίς να ενδιαφέρει τί συγκεκριμένως επιδίωκε με την πράξη του και αν πέτυχε πράγματι αυτό που επιδίωκε.
Η πράξη είναι εξωτερική κοινωνική συμπεριφορά. Η συμπεριφορά του δράστη, για να εμφανίζεται ως ποινικά αξιόλογη πράξη (έγκλημα), πρέπει να εκδηλώνεται ως μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο. Οι απλές σκέψεις, ανεξαρτήτως περιεχομένου, δεν ενδιαφέρουν τον ποινικό νομοθέτη, εφόσον δε συνοδεύονται από κάποια εξωτερική μεταβολή.
Η πράξη είναι θετική ή αρνητική συμπεριφορά. Η ποινικώς αξιόλογη πράξη συνίσταται είτε σε θετική συμπεριφορά του προσώπου που δρα, δηλαδή σε ενέργεια, είτε σε αποθετική (αρνητική) συμπεριφορά αυτού, δηλαδή σε παράλειψη.
β. Η πράξη πρέπει να είναι άδικη
Άδικη πράξη είναι εκείνη που, όταν εξεταστεί αντικειμενικά, αντιφάσκει σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου και μόνο εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δε συντρέχουν λόγοι που να αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της. Στην ουσία, είναι άδικη η πράξη όταν προσβάλλει έννομο αγαθό, ατομικό ή κοινωνικό.
γ. Η άδικη πράξη ή παράλειψη πρέπει να είναι καταλογιστή στο δράστη.
Για να καταλογιστεί η άδικη πράξη στο δράστη πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
- Να είναι ικανός προς καταλογισμό. Ο δράστης πρέπει να έχει την απαιτούμενη βιολογική και ψυχολογική ικανότητα να αξιολογεί τις πράξεις του και να συμμορφώνεται προς την αξιολόγηση αυτή.
- Να είναι υπαίτιος. Μεταξύ δράστη και πράξης να υπάρχει τέτοια σχέση, ώστε ο δράστης να εμφανίζεται ως αίτιος του αποτελέσματος.
- Να είναι δυνατό ο δράστης να συμμορφωθεί προς τον κανόνα δικαίου. Ο δράστης για να θεωρηθεί ένοχος εγκλήματος πρέπει να αντιλαμβάνεται τη σημασία της πράξης ή παράλειψής του. Πρέπει να είναι ώριμος στην ηλικία, υγιής πνευματικώς και ψυχικώς και να έδρασε υπό ομαλές συνθήκες. Ακόμη, πρέπει να ενεργεί υπαίτια, δηλαδή να ενεργεί με δόλο ή από αμέλεια. Δεν καταλογίζεται η άδικη πράξη ή παράλειψη στα νήπια που δε συμπλήρωσαν το 6ο έτος της ηλικίας τους, στους παράφρονες και σε εκείνους που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό (άρθρ. 32 Π.Κ.).
δ. Η άδικη και καταλογιστή πράξη ή παράλειψη πρέπει να τιμωρείται από το νόμο, δηλαδή να υπάρχει ποινική πρόβλεψη.
Διαφορά μεταξύ εγκλήματος και αστικού αδικήματος
- Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, για να υπάρξει έγκλημα απαιτείται ανθρώπινη πράξη ή παράλειψη, που είναι άδικη, καταλογιστή στο δράστη και τιμωρητή από το νόμο (άρθρ. 14 Π.Κ.).
- Για την ύπαρξη όμως αστικού αδικήματος αρκεί να υφίσταται ανθρώπινη πράξη ή παράλειψη, άδικη και καταλογιστή με την οποία προκαλείται ζημία σε άλλον άνθρωπο (άρθρ. 914 Α.Κ.).
- Συγκρίνοντας τα στοιχεία του εγκλήματος (ποινικού αδικήματος) με τα στοιχεία του αστικού αδικήματος, διαπιστώνεται ότι το έγκλημα έχει ένα επιπλέον στοιχείο από το αστικό αδίκημα, την απειλούμενη ποινή.
Οι επιμέρους διαφορές που υφίστανται μεταξύ των δύο αυτών βασικών ειδών του αδικήματος είναι οι εξής:
- Το αστικό αδίκημα προϋποθέτει πάντοτε βλάβη κάποιου προσώπου. Αντιθέτως, το έγκλημα τιμωρείται έστω και αν έγινε μόνο απόπειρα αυτού.
- Προκειμένου να υπάρχει αστικό αδίκημα, αρκεί η θεμελίωση υποχρέωσης σε πλήρη αποζημίωση του αδικηθέντος και μόνο αμέλεια του υπαιτίου. Αντίθετα, για την ποινική ευθύνη του δράστη, κατά κανόνα, απαιτείται δόλος (πρόθεση).
- Οι αστικές συνέπειες του αδικήματος, δηλαδή η υποχρέωση σε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, βαρύνουν όχι μόνο εκείνον που αδίκησε, αλλά και τους κληρονόμους του. Αντιθέτως, η ποινή είναι κύρωση προσωποπαγής, δηλαδή πλήττει μόνο τον αδικήσαντα (δράστη), και όχι τους κληρονόμους του.
Σε άλλες περιπτώσεις, αστικό αδίκημα διαπράττουν επίσης:
- Εκείνος που δανείζεται χρήματα και δεν τα επιστρέφει εμπροθέσμως.
- Ο ενοικιαστής που δεν εγκαταλείπει το σπίτι μετά τη λήξη του χρόνου της μίσθωσης (ενοικίασης).
- Εκείνος που δεν παραδίδει εμπόρευμα μέσα στην προθεσμία που συμφωνήθηκε κλπ.
Οι παραπάνω περιπτώσεις προβλέπονται από διατάξεις του Αστικού Κώδικα και συνιστούν αστικά αδικήματα, όχι όμως και εγκλήματα, γιατί ο νόμος δεν προβλέπει εναντίον τους ποινικές κυρώσεις.
Ο παθών από το έγκλημα
- Υπό τον όρο «παθών» νοούμε κάθε πρόσωπο είτε νομικό (Πανεπιστήμιο, Δήμο, Κοινότητα, Εταιρία κλπ.) είτε φυσικό (δηλαδή άνθρωπο), ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου, είτε ικανό προς καταλογισμό, είτε ακαταλόγιστο, που είναι φορέας του έννομου αγαθού εναντίον του οποίου στρέφεται η εγκληματική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη.
- Η έννοια, επομένως, του παθόντος δεν ταυτίζεται με την έννοια του ζημιωμένου ή εκείνου που βλάφτηκε ηθικώς, δηλαδή του αδικημένου. Π.χ. στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας, παθών είναι εκείνος που θανατώθηκε, ενώ ζημιωμένοι είναι η σύζυγος και τα παιδιά του θύματος, λόγω στέρησης της διατροφής που τους παρείχε. Τα πρόσωπα αυτά είναι και εκείνα που υπέστησαν τη ψυχική οδύνη από τη θανάτωση του συζύγου και πατέρα τους.
- Οι ιδιωτικές αξιώσεις που γεννούνται από το έγκλημα κρίνονται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.) (άρθρ. 914 επ. και άρθρ.931).
Έγκλημα που τελείται με παράλειψη
Άρθρο 15 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος».
Έγκλημα, λοιπόν που τελείται με παράλειψη, υπάρχει όταν ο δράστης παρέλειψε να αποτρέψει την επέλευση ενός αποτελέσματος, αν και είχε γι’ αυτό ιδιαίτερη νομική υποχρέωση.
Πηγές ιδιαίτερων νομικών υποχρεώσεων ή αλλιώς καθηκόντων αποτροπής αποτελέσματος, υπό την έννοια του άρθρου 15 Π.Κ., είναι οι παρακάτω:
α. Ο νόμος. Ως νόμοι από τους οποίους μπορούν να πηγάζουν ιδιαίτερες νομικές υποχρεώσεις θεωρούνται και νομοθετικά ή προεδρικά διατάγματα, αστυνομικές διατάξεις κλπ. Δηλαδή όποιος παραλείπει να αποτρέψει κίνδυνο προσβολής της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας ορισμένων προσώπων, αν και έχει απέναντί τους τέτοια νομική υποχρέωση που πηγάζει από το άρθρ. 312 στοιχ. β’ Π.Κ., με αποτέλεσμα να προκληθεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας των προσώπων αυτών, τιμωρείται, σύμφωνα με το άρθρ. 312 στοιχ. α’ Π.Κ., σαν να προκάλεσε τη σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας των εν λόγω προσώπων με ενέργειά του. Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση μπορεί να πηγάζει ακόμη και από έθιμο ή και από τα συναλλακτικά ήθη.
β. Η ανάληψη υποχρέωσης αποτροπής βλαπτικού αποτελέσματος έννομων αγαθών με τη θέληση του ίδιου του δράστη. Αυτό συμβαίνει με σύμβαση που καταρτίζεται γραπτώς ή προφορικώς, ρητώς ή σιωπηρώς, όπως π.χ. στην περίπτωση των γιατρών που αναλαμβάνουν υποχρέωση για την προστασία της ζωής ή της υγείας ασθενών, των εργοδοτών που και αυτοί αναλαμβάνουν υποχρέωση για την προστασία της ζωής ή της υγείας των εργαζομένων σ’ αυτούς κλπ. Μπορεί όμως να συναχθεί η ανάληψη υποχρέωσης αποτροπής βλαπτικού αποτελέσματος και από προηγούμενη ενέργεια του δράστη, όπως π.χ. στην περίπτωση που κάποιος αναλαμβάνει να οδηγήσει ανάπηρο από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο. Αυτός αναλαμβάνει με δική του θέληση ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει τον κίνδυνο του να παρασυρθεί ο ανάπηρος από διερχόμενο αυτοκίνητο.
γ. Η κοινωνία βίου. Τέτοια κοινωνία βίου έχουμε στις περιπτώσεις στενών βιοτικών σχέσεων μεταξύ συγγενών που ζουν στο ίδιο σπίτι (π.χ. γονείς και ενήλικα ή χειραφετημένα ή νόθα και μη αναγνωρισμένα παιδιά), καθώς επίσης και μεταξύ προσώπων που δεν συνδέονται με συγγένεια, αλλά με στενότατους δεσμούς (π.χ. αρραβωνιασμένοι κλπ.).
δ. Η κοινωνία κινδύνου. Δηλαδή η εμπλοκή δύο ή περισσότερων ανθρώπων σε κίνδυνο κατά τη διάρκεια κοινού εγχειρήματος, όπως π.χ. επικίνδυνου κυνηγίου, ορειβασίας κλπ.
ε. Προηγούμενη πράξη του δράστη που δημιουργεί κίνδυνο προσβολής έννομων αγαθών συνιστά, επίσης, πηγή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Με άλλα λόγια, εκείνος που με τη συμπεριφορά του γίνεται αιτία να διακινδυνεύσουν έννομα αγαθά που ανήκουν σε άλλον, είναι λογικό να θεωρηθεί και ως υπόχρεος να παρεμποδίσει την προσβολή των εν λόγω αγαθών. Παραλείποντας να πράξει αυτό θεωρείται ότι προκάλεσε την προσβολή των αγαθών αυτών με ενέργεια του.
Τόπος τέλεσης της πράξης
Άρθρο 16 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθε ή, σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα».
Από τη διάταξη του άρθρου 16 συνάγεται ότι τα προσδιοριστικά στοιχεία του τόπου τέλεσης της πράξης είναι τα εξής:
- 1. Ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη και
- 2. Ο τόπος όπου επήλθε ή, σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα.
Πολλές φορές ο τόπος τέλεσης της πράξης είναι δύσκολο να εξακριβωθεί, διότι υπάρχουν περιπτώσεις εγκλημάτων που δημιουργούν δυσχέρεια στο να αποφανθεί κάποιος για το ποιος είναι ο τόπος τέλεσής τους. Τέτοιες περιπτώσεις αναφέρουμε ενδεικτικά τις παρακάτω:
- Σε έγκλημα κατ’ εξακολούθηση τόπος τέλεσης είναι κάθε τόπος, όπου ολικά ή μερικά ο υπαίτιος διέπραξε την αξιόποινη ενέργεια κάθε μερικότερης πράξης ή κάθε τόπος όπου επήλθε το αποτέλεσμα καθεμιάς απ’ αυτές.
- Σε διαρκές έγκλημα, όπως π.χ. είναι η παράνομη κατακράτηση (άρθρ.325 Π.Κ.), τόπος τέλεσης είναι κάθε τόπος όπου υπάρχουν οι συστατικοί όροι του εγκλήματος.
- Αν το έγκλημα διαπράχτηκε στην αλλοδαπή, αλλά το αποτέλεσμα επήλθε στην ημεδαπή ή έπρεπε να επέλθει στην ημεδαπή, τότε τόπος τέλεσης είναι και η ημεδαπή και η αλλοδαπή.
Χρόνος τέλεσης της πράξης
Άρθρο 17 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος, εκτός αν ορίζεται άλλως».
Ο καθορισμός του χρόνου τέλεσης του εγκλήματος έχει σημασία:
α. ως προς την παραγραφή του εγκλήματος η οποία αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη,
β. ως προς το αν ο δράστης είναι ανήλικος ή ενήλικος,
γ. ως προς το αν το έγκλημα είναι ή όχι αυτόφωρο κλπ.
Στα εγκλήματα τέλεσης (ενέργειας), χρόνος τέλεσης της πράξης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε, στα δε εγκλήματα με αποτέλεσμα, χρόνος τέλεσης της πράξης είναι εκείνος κατά τον οποίο εκδηλώθηκε ολικά ή μερικά η εγκληματική ενέργεια του δράστη.
Στα εγκλήματα παράλειψης, χρόνος τέλεσης είναι ο χρόνος παράλειψης του δράστη να παρεμποδίσει το επερχόμενο αποτέλεσμα.
Διαίρεση των αξιόποινων πράξεων
Άρθρο 18 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή της κάθειρξης είναι κακούργημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα είναι πλημμέλημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα».
Με τη διάταξη του άρθρ.18 του Π.Κ. γίνεται νομοθετική διάκριση των εγκλημάτων με κριτήριο τη βαρύτητα της ποινής που απειλείται από το νόμο εναντίον του καθενός απ’ αυτά.
Με βάση, λοιπόν, την ποινή που απειλείται από το νόμο, τα εγκλήματα διαιρούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες. (τριχοτόμηση των εγκλημάτων από τον Νόμο):
- 1. Σε κακουργήματα. Κακούργημα είναι κάθε έγκλημα που απειλείται από το νόμο με την ποινή της κάθειρξης (ισόβιας ή πρόσκαιρης). Τέτοια κακουργήματα είναι π.χ. η ανθρωποκτονία με πρόθεση, ο βιασμός, η ληστεία κ.ά.
- 2. Σε πλημμελήματα. Πλημμέλημα είναι κάθε έγκλημα που απειλείται από το νόμο με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή, όπως π.χ. η ανθρωποκτονία από αμέλεια, η εξύβριση, η κλοπή κλπ., ή με περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα, όπως γίνεται με τα εγκλήματα που διαπράττουν οι έφηβοι (ηλικίας 13 έως 17 ετών).
- 3. Σε πταίσματα. Πταίσμα είναι κάθε έγκλημα που απειλείται από το νόμο με κράτηση ή πρόστιμο, όπως π.χ. η διατάραξη ησυχίας (άρθρ.417 Π.Κ.) κ.ά.
1.2.5 Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης
Λόγοι που αποκλείουν το άδικο της πράξης
Άρθρο 20 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα (άρθρ. 21, 22, 25, 304 παρ. 4 και 5, άρθρ.308 παρ. 2,άρθρ. 367, άρθρ.371 παρ. 4), ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο».
Ποιοι λόγοι αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης:
Οι λόγοι που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης προκύπτουν είτε από τον Ποινικό Κώδικα, είτε από άλλα νομοθετήματα άλλων κλάδων του δικαίου (Αστικού Κώδικα κλπ.).
Οι λόγοι άρσης του αδίκου που προκύπτουν από τον Ποινικό Κώδικα διακρίνονται σε:
γενικούς, όπως είναι η προσταγή, η άμυνα και η κατάσταση ανάγκης, που έχουν εφαρμογή σε όλα τα εγκλήματα κατά κανόνα και
ειδικούς που αναφέρονται σε ορισμένο κάθε φορά έγκλημα, όπως είναι οι περιπτώσεις της θεμιτής άμβλωσης (άρθρ.304 Π.Κ.), της συναίνεσης του παθόντος στο έγκλημα της απλής σωματικής βλάβης (άρθρ.308 παρ. 2 Π.Κ.), της προστασίας δικαιολογημένων συμφερόντων στα εγκλήματα κατά της τιμής (άρθρ.367 Π.Κ.) και της θεμιτής παραβίασης της επαγγελματικής εχεμύθειας (άρθρ.371 παράγραφος 4 Π.Κ.).
Ποιοι λόγοι άρσης του αδίκου προκύπτουν από άλλες διατάξεις νόμων
Δικαιώματα που παρέχονται από το νόμο είναι:
1. Το δικαίωμα της αυτοδικίας (άρθρ.331 Π.Κ. και άρθρ.282 Αστικού Κώδικα (Α.Κ.) σε συνδυασμό προς το άρθρ. 2 Π.Κ.).
2. Το δικαίωμα της καταστροφής ξένου πράγματος σε περίπτωση κατάστασης ανάγκης (άρθρ.285 Α.Κ.).
3.Το δικαίωμα προστασίας της νομής (άρθρ.985 και 986 Α.Κ.).
4. Το δικαίωμα του σωφρονισμού των ανηλίκων. Τέτοιο δικαίωμα έχουν οι γονείς, οι επιμελητές ανηλίκων κλπ. Το μέσο του σωφρονισμού πρέπει να ανταποκρίνεται προς τον παιδαγωγικό σκοπό του σωφρονισμού, ο δε τρόπος χρησιμοποίησης του μέσου αυτού δεν πρέπει να υπερβαίνει τα αναγκαία όρια προς διαπαιδαγώγηση του σωφρονιζομένου.
5. Το σωφρονιστικό δικαίωμα των δασκάλων. Απαραίτητες προϋποθέσεις για την άσκηση του σωφρονιστικού αυτού δικαιώματος των δασκάλων είναι ότι: α) η τιμωρία πρέπει να είναι αναγκαία και λελογισμένη, β) να μην υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια που καθορίζει πάντοτε ο σκοπός μιας εύλογης παιδαγωγικής και να υπάρχει δικαιολογημένη αιτία για τιμωρία.
- 6. Το καθήκον των αστυνομικών ή το δικαίωμα του πολίτη να συλλάβει το δράστη αυτόφωρου κακουργήματος ή πλημμελήματος, σύμφωνα με το άρθρ. 275 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ.) σε συνδυασμό με το άρθρ. 279 του ίδιου κώδικα.
Εκτέλεση καθήκοντος κατά την έννοια του άρθρ. 20 του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.) υπάρχει:
- Όταν αυτό επιβάλλεται από τη δημόσια υπηρεσία εκείνου που πράττει και
- Όταν το καθήκον επιβάλλεται με διάταξη του νόμου & οποιοδήποτε άτομο (π.χ. το καθήκον της μαρτυρίας κλπ.).
Προσταγή
Άρθρο 21 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Δεν είναι άδικη η πράξη την οποία κάποιος επιχειρεί για να εκτελέσει προσταγή που του έδωσε, σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, η αρμόδια αρχή, αν ο νόμος δεν επιτρέπει στον αποδέκτη της προσταγής να εξετάσει αν είναι νόμιμη ή όχι. Στην περίπτωση αυτή, ως αυτουργός τιμωρείται εκείνος που έδωσε την προσταγή».
Προσταγή είναι η προφορική ή έγγραφη διαταγή κάποιας αρχής ή προϊσταμένου, η οποία απευθύνεται προς ιεραρχικώς υφισταμένους (αρχή ή υπάλληλο) για να την εκτελέσουν. Η διαταγή αυτή αφορά ορισμένη υπηρεσιακή ενέργεια ή παράλειψη.
Από τον ορισμό του άρθρ. 21 Π.Κ προκύπτει ότι απλή συμβουλή, παραίνεση ή υπόδειξη της αρχής ή του προϊσταμένου δεν συνιστούν προσταγή (διαταγή). Οι οδηγίες όμως των ιεραρχικώς προϊσταμένων πρέπει να θεωρηθούν ως προσταγές (διαταγές).
Για να έχουμε προσταγή (διαταγή) απαιτούνται τα εξής στοιχεία:
- 1. Η προσταγή (διαταγή) να προέρχεται από ιεραρχικώς προϊστάμενη Αρχή· Μεταξύ εκείνου που έδωσε την προσταγή (διαταγή) και του αποδέκτη της προσταγής πρέπει να υπάρχει σχέση ιεραρχικής υποταγής. Δηλαδή, ο υφιστάμενος να είναι υποχρεωμένος από το νόμο σε υπακοή.
- 2. Η προσταγή (διαταγή) πρέπει να εκδίδεται από τον προϊστάμενο μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων του, δηλαδή στον κύκλο της καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητάς του και να έχει σχέση με τα καθήκοντα του αποδέκτη της προσταγής (διατασσομένου).
- 3. Η προσταγή (διαταγή) πρέπει να δίδεται προς ιεραρχικώς υφιστάμενο (αρχή ή υπάλληλο) σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους (διατυπώσεις). Έτσι π.χ. ένταλμα σύλληψης που δεν έχει όλα τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος (υπογραφή, σφραγίδα, αριθμό, χρονολογία κλπ.) δε νομιμοποιεί τον αποδέκτη της προσταγής (αστυνομικό κλπ.) να το εκτελέσει.
- 4. Ο αποδέκτης της προσταγής (προστασσόμενος) να μη δικαιούται από το νόμο να εξετάσει το κατ’ ουσίαν νόμιμο της διαταγής του προϊσταμένου του. Έτσι π.χ. οι αστυνομικοί δεν επιτρέπεται από το νόμο να εξετάσουν αν είναι νόμιμη η διαταγή του προϊσταμένου τους, που τους επιβάλλει να κάνουν χρήση των αστυνομικών ράβδων προκειμένου να διαλύσουν απαγορευμένη υπαίθρια συνάθροιση πλήθους που βιαιοπραγεί εναντίον προσώπων ή πραγμάτων.
Όταν συντρέχουν όλα τα παραπάνω στοιχεία, τότε λέμε ότι ο αποδέκτης της προσταγής (διαταγής) δε διαπράττει έγκλημα, αλλά την ευθύνη για την πράξη του, αν είναι παράνομη, την φέρει εκείνος που τον διέταξε (προϊστάμενος του), ο οποίος θεωρείται έμμεσος αυτουργός.
Αν η διαταγή είναι τυπικώς και ουσιαστικώς παράνομη, τότε ο αποδέκτης αυτής υπέχει πάντοτε πλήρη ποινική ευθύνη ως αυτουργός του οικείου εγκλήματος, εκείνος δε που τον διέταξε ευθύνεται ως ηθικός αυτουργός.
Αντίθετα, αν προϊστάμενος ή εργοδότης διατάξει υφιστάμενο του ή υπάλληλό του, αντίστοιχα, φύλακα ιδιωτικής φύλαξης, να κακοποιήσει κάποιον, επειδή έκλεψε ή αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του, τότε αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να υπακούσει και να εκτελέσει τη διαταγή του προϊσταμένου του, να κακοποιήσει δηλαδή τον πολίτη, επειδή η διαταγή αυτή είναι παράνομη και βρίσκεται έξω από τα καθήκοντα του προϊσταμένου και του αποδέκτη της προσταγής. Αν ο φύλακα ιδιωτικής φύλαξης υπακούσει στην παραπάνω διαταγή, τότε ευθύνονται και οι δύο. Ο μεν προϊστάμενος ως ηθικός αυτουργός, ο δε υφιστάμενος ως φυσικός αυτουργός σωματικών βλαβών.
Άμυνα
Άρθρο 22 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ)
«1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας.
2. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους.
3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις».
Για να υπάρξει λοιπόν άμυνα απαιτούνται τα εξής στοιχεία:
- 1. Επίθεση. Ως επίθεση νοείται κάθε ανθρώπινη ενέργεια, που θέτει σε κίνδυνο έννομα αγαθά, π.χ. ο πυροβολισμός εναντίον πολιτών..
- 2. Επίθεση άδικη. Η επίθεση είναι άδικη, όταν αντιφάσκει αντικειμενικώς προς το δίκαιο, όταν δηλαδή απαγορεύεται από το νόμο να γίνει.
- 3. Επίθεση παρούσα. Η επίθεση είναι παρούσα:
- Όταν επίκειται. Όταν, δηλαδή, ενόψει των μέσων που διαθέτει εκείνος που πρόκειται να επιτεθεί και ειδικότερα των όπλων που κρατεί αυτός, ανακύπτει άμεσος κίνδυνος για έννομο αγαθό. Π.χ. Κάποιος που κρατάει μαχαίρι και ετοιμάζεται να χτυπήσει άλλον.
- Όταν άρχισε ήδη η επίθεση και διαρκεί. Η επίθεση που άρχισε θεωρείται ότι διαρκεί ακόμα και όταν έχει επέλθει η προσβολή του έννομου αγαθού, είναι όμως δυνατή με αμυντική αντίδραση η πλήρης ή μερική αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε με την επίθεση. Επομένως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, δικαιολογείται άμυνα.
- 4. Επίθεση που απευθύνεται κατά του αμυνομένου ή κάποιου άλλου. Φορέας των έννομων αγαθών τα οποία θέτει σε κίνδυνο η «παρούσα άδικη επίθεση» μπορεί να είναι:
- Ο ίδιος ο αμυνόμενος. Δηλαδή εκείνος που δέχεται την άδικη και παρούσα επίθεση, που έχει αναφαίρετο δικαίωμα να προστατεύσει με την άμυνα το έννομο αγαθό του που απειλείται από την επίθεση.
- Οποιοσδήποτε τρίτος. Άμυνα επιτρέπεται και υπέρ τρίτου, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 22 Π.Κ. («…για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον…»). Η άμυνα υπέρ τρίτου επιτρέπεται ακόμη και παρά τη θέληση του τρίτου εναντίον του οποίου στρέφεται η επίθεση
Υπέρβαση της άμυνας
Άρθρο 23 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83), και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε μ’ αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση».
Η υπέρβαση άμυνας, προϋποθέτει την ύπαρξη κατάστασης άμυνας η οποία διαρκεί ακόμη. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί η υπέρβαση δηλαδή αν κάποιος χρησιμοποίησε επικινδυνότερο μέσο της υπεράσπισης από το αναγκαίο ή ότι έγινε χρήση του μέσου υπεράσπισης εντονότερα απ’ ότι έπρεπε, η παραπέρα ποινική του μεταχείριση εξαρτάται από το αν ενήργησε:
- Με πρόθεση, οπότε και τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη κατά το μέτρο που ορίζει το άρθρ. 83 Π.Κ. Δηλαδή όταν χρησιμοποιεί μέσα βαρύτερα μη αναγκαία προς απόκρουση της επίθεσης, αν και έχει στη διάθεσή του κάποια άλλα ηπιότερα. Έτσι σκοπεύει να προξενήσει μεγαλύτερο κακό σε αυτόν που του επιτέθηκε άδικα. Η υπέρβαση αυτή είναι άδικη και επιτρέπεται να την αποκρούει εκείνος που επιτέθηκε αρχικώς, ο οποίος εδώ βρίσκεται σε νόμιμη άμυνα (αντ- άμυνα).
- Από αμέλεια, οπότε και τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις για την αμέλεια (άρθρ. 26 παρ. 1,6 Π.Κ.) Αν η πράξη που τελέστηκε δεν τιμωρείται από αμέλεια, όπως π.χ. η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, τότε και η υπέρβαση από αμέλεια μένει ατιμώρητη.
- Εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που προκάλεσε η επίθεση, τότε η υπέρβαση μένει ατιμώρητη και δεν καταλογίζεται σ’ αυτόν (τον αμυνόμενο). Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτούνται: 1) άμυνα, 2) υπέρβαση των ορίων της άμυνας, 3) Η υπέρβαση να έγινε εξαιτίας φόβου ή ταραχής και 4) ο φόβος ή η ταραχή να δημιουργήθηκαν από την άμυνα.
Υπαίτια κατάσταση άμυνας
Άρθρο 24 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Δεν απαλλάσσεται από την ποινή που ορίζει ο νόμος, όποιος με πρόθεση προκάλεσε την επίθεση άλλου για να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας».
Προϋπόθεση λοιπόν της διατήρησης του αδίκου, είναι η επιδίωξη της επίθεσης από τον αμυνόμενο. Όταν, δηλαδή, κάποιος επιδιώξει την επίθεση άλλου για να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας, δεν έχει δικαίωμα άμυνας και η πράξη εκείνου που επιδιώκει την επίθεση άλλου και που δέχεται την επίθεση, τιμωρείται και μάλιστα με πλήρη ποινή.
Δικαιολογητικός λόγος της τιμωρίας της αξιόποινης προσβολής των δικαιωμάτων εκείνου που επιτέθηκε, ύστερα από πρόκληση, είναι η ύπαρξη δόλου σ’ εκείνον που επικαλείται τη νόμιμη άμυνα και ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση, αφού έλαβε κατά πάσα πιθανότητα εκ του ασφαλούς όλα τα μέτρα για την απόκρουση της επίθεσης, σκόπιμα έδωσε αφορμή για επίθεση εναντίον του από άλλον, ώστε με το πρόσχημα της άμυνας να αδικοπραγήσει.
Δεν υπάγεται στο άρθρ. 24 Π.Κ. η πρόκληση της επίθεσης άλλου από αμέλεια. Κατά της επίθεσης αυτής δικαιολογείται άμυνα. Επίσης, δεν υπάγεται στη διάταξη του άρθρ. 24 και η περίπτωση εκείνη κατά την οποία, τρίτος αποκρούει την άδικη επίθεση που προκλήθηκε με δόλο από τον αμυνόμενο κατά πρόσχημα, οπότε και δεν διαπράττει άδικη πράξη ο τρίτος, εκτός βέβαια αν διατελούσε εν γνώσει τον δόλου εκείνου που δήθεν βρίσκεται σε άμυνα.
Ειδικά θέματα σχετικά με την άμυνα:
- 1. Περιπτώσεις αμοιβαίας επίθεσης και απόκρουσης. Σε μερικές περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να διακρίνουμε, ποιος είναι ο επιτιθέμενος και ποιος ο αμυνόμενος, όπως π.χ. συμβαίνει στη συμπλοκή (άρθρ. 313 Π.Κ.). Εδώ, εκείνοι που πήραν μέρος στη συμπλοκή ή στην επίθεση τιμωρούνται για μόνη τη συμμετοχή τους, αν εξαιτίας της συμπλοκής ή της επίθεσης επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη ανθρώπων. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, δυνάμει ειδικής διάταξης του νόμου, η επίθεση και η απόκρουση αποτελούν μέρη μιας και της ίδιας πράξης, όπως π.χ. συμβαίνει στη μονομαχία (άρθρ. 317 Π.Κ.).
- 2. Αναγγελία της ανθρωποκτονίας που τελέστηκε σε άμυνα. Για την αποφυγή άσκοπων ενεργειών της αρχής και δίωξης αθώων, το άρθρ. 455 Π.Κ. ορίζει ότι «όποιος διέπραξε ανθρωποκτονία που μένει ατιμώρητη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 22 (άμυνα) και άρθρ.25 (κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο) και δεν την ανάγγειλε αμέσως στην πλησιέστερη αρχή, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση».
- 3. Αν ο αμυνόμενος αφήσει αβοήθητο τον επιτιθέμενο τον οποίο τραυμάτισε και κινδυνεύει να πεθάνει, τότε διαπράττει γνήσιο έγκλημα παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής (άρθρ. 307 Π.Κ.) και όχι έγκλημα που τελείται με παράλειψη (άρθρ. 15 Π.Κ.). Και αυτό βέβαια ισχύει, διότι ο κίνδυνος δημιουργήθηκε στην πραγματικότητα από την ενέργεια εκείνου που επιτέθηκε και όχι από την ενέργεια του αμυνομένου. Κατά συνέπεια, ο αμυνόμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος ανθρωποκτονίας που τελείται με παράλειψη (άρθρ.15 και 299 Π.Κ.).
Κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο
Άρθρο 25 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε.
2. Η προηγουμένη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο.
3. Η διάταξη του άρθρ. 23 έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτού του άρθρου.»
Σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο, τα συστατικά στοιχεία της κατάστασης ανάγκης είναι τα εξής:
- Κίνδυνος είναι η κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει στην προσβολή έννομων αγαθών. Ο κίνδυνος μπορεί να προέρχεται είτε από φυσικά αίτια (θύελλα, πλημμύρα, σεισμό), είτε από τυχαία αίτια (πυρκαγιά, έκρηξη), είτε και από ενέργεια άλλου ανθρώπου. Η τελευταία δεν πρέπει όμως να είναι άδικη, διότι στην περίπτωση αυτή συντρέχει κατάσταση που δικαιολογεί άμυνα.
- Ο κίνδυνος που δικαιολογεί κατάσταση ανάγκης πρέπει να συγκεντρώνει τις εξής προϋποθέσεις:
- 1. Να είναι παρών. Δηλαδή άρχισε και εξακολουθεί ή πρόκειται να εμφανιστεί άμεσα.
- 2. Να είναι αναπότρεπτος. Δηλαδή όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αντιμετωπιστεί εκτός από την προσβολή άλλου ξένου προσωπικού ή περιουσιακού αγαθού.
- 3. Να απειλεί ορισμένα έννομα αγαθά (τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την υγεία, την ελευθερία ή την περιουσία εκείνου που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης ή οποιονδήποτε άλλον), αγαθά που αναφέρονται στο πρόσωπο ή την περιουσία εκείνου που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης.
- 4. Ο κίνδυνος να μην οφείλεται σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) εκείνου που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης.
- Το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό πρέπει να είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα σημαντικά κατώτερο από εκείνο που απειλείται από τον κίνδυνο.
- Η προσβολή του έννομου αγαθού του τρίτου πρέπει να είναι αναγκαία.
- Εκείνος που κινδυνεύει πρέπει να μην έχει νομικό καθήκον να εκτεθεί στον κίνδυνο (25 παρ. 2 Π.Κ.). Αν αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης έχει νομικό καθήκον να εκτεθεί στον κίνδυνο, που δημιουργεί την κατάσταση ανάγκης, τότε έχει «καθήκον ανοχής του κινδύνου» και δεν μπορεί να επικαλεστεί «κατάσταση ανάγκης» προς αποκλεισμό του άδικου χαρακτήρα της πράξης που τέλεσε για την αποτροπή του κινδύνου.
Τι διαφέρει η κατάσταση ανάγκης από την άμυνα.
- Στην άμυνα προστατεύουμε τη ζωή ή την περιουσία μας από μία άδικη ενέργεια ενός άλλου, ενώ στην κατάσταση ανάγκης διαφυλάσσουμε από τον κίνδυνο ένα αγαθό (προσωπικό ή περιουσιακό) προκαλώντας κακό σε αγαθό τρίτου προσώπου, που δε μας ενόχλησε.
- Στην άμυνα επιτρέπεται και η προσβολή της ζωής του επιτιθέμενου (αντιπάλου μας), αν δεν μπορούμε να σωθούμε με άλλο τρόπο, ενώ στην κατάσταση ανάγκης επιτρέπεται η προσβολή ξένου αγαθού για τη διάσωση του δικού μας, αλλά μόνον, όταν το ξένο αγαθό, είναι μικρότερης αξίας από το δικό μας. Δεν πρέπει δηλαδή το δικό μας αγαθό που κινδυνεύει να είναι ίσης αξίας με το προσβαλλόμενο ξένο αγαθό, διότι τότε, όπως θα δούμε πιο κάτω, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, αλλά ανακύπτει θέμα κατάστασης ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό, σύμφωνα με το άρθρ. 32 Π.Κ.
1.2.6 Ο Καταλογισμός της πράξης
Υπαιτιότητα
Άρθρο 26 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ)
«1. Τα κακουργήματα και πλημμελήματα τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος, τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια.
2. Τα πταίσματα τιμωρούνται πάντοτε και όταν τελέστηκαν από αμέλεια, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες ο νόμος απαιτεί ρητά δόλο.»
Ο καταλογισμός μιας άδικης πράξης σε συγκεκριμένο δράστη εμφανίζεται ως απόλυτα προσωποπαγής και σχετικός, γιατί εξαρτάται από την προσωπικότητα του συγκεκριμένου δράστη.
Δόλος (πρόθεση)
Άρθρο 27 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, καθώς επίσης και όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται.
2. Όπου ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού, δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Και όπου ο νόμος απαιτεί η πράξη να έχει τελεστεί με σκοπό την πρόκληση ορισμένου αποτελέσματος απαιτείται ο δράστης να έχει επιδιώξει να προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα.»
Για να τιμωρηθεί, λοιπόν, ο δράστης ενός εγκλήματος πρέπει, εκτός των άλλων, να είναι και υπαίτιος για την εγκληματική του πράξη ή παράλειψη.
Υπαίτιος είναι ο δράστης για τις εγκληματικές πράξεις ή παραλείψεις του όταν τις διέπραξε με δόλο (πρόθεση) ή από αμέλεια. Το αν ένα έγκλημα διαπράχτηκε με δόλο (πρόθεση) ή από αμέλεια του δράστη έχει μεγάλη σημασία. Τα εγκλήματα που διαπράττονται με δόλο του δράστη τιμωρούνται με βαρύτερη ποινή γιατί ο εγκληματίας αυτός είναι περισσότερο επικίνδυνος στην κοινωνία από εκείνον που διαπράττει ένα έγκλημα από αμέλεια. Έτσι π.χ. η ανθρωποκτονία με δόλο είναι κακούργημα και τιμωρείται αυστηρότερα από την ανθρωποκτονία από αμέλεια που είναι πλημμέλημα.
Είδη του δόλου
- 1. Ο άμεσος δόλος. Το πιο συνηθισμένο και αντιπροσωπευτικό είδος δόλου. Στην περίπτωση αυτή ο δράστης θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης (άρθρ. 27, παρ. 1, εδάφ. α’ Π.Κ). Π.χ. κάποιος που θέλει να δολοφονήσει κάποιο συγκεκριμένο άτομο, πυροβολεί με το όπλο του εναντίον του και τον φονεύει.
- 2. Ο ενδεχόμενος δόλος. Στην περίπτωση αυτή ο δράστης γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα περιστατικά που, κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και το αποδέχεται (άρθρ. 27 παρ. 1, εδάφ. β’ Π.Κ.). Π.χ. Κάποιος θέλει να δολοφονήσει συγκεκριμένο άτομο. Τον βρίσκει στην πλατεία Ομονοίας ανάμεσα σε πλήθος. Πυροβολεί εναντίον του και δολοφονεί δύο άλλους περαστικούς.
Αμέλεια
Άρθρο 28 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν».
Η αμέλεια, μετά το δόλο, αποτελεί τη δεύτερη μορφή υπαιτιότητας που αναφέρεται στον καταλογισμό της άδικης πράξης στο δράστη. Ο τρόπος αξιολόγησης μιας πράξης ως άδικης παραμένει πάντοτε ο ίδιος, είτε ο δράστης πράττει με δόλο, είτε από αμέλεια. Υπάρχει κατά συνέπεια άδικο που προκαλείται από το δράστη με δόλο και άδικο που προκαλείται απ’ αυτόν από αμέλεια. Αλλά και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση το άδικο είναι το ίδιο.
Αμέλεια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 Π.Κ., είναι η έλλειψη της οφειλόμενης προσοχής ή της οφειλόμενης επιμέλειας, που ο δράστης δεν κατέβαλε αν και μπορούσε να καταβάλει. Στην αμέλεια, ο δράστης δεν θέλει το έγκλημα. Τούτο οφείλεται στην απροσεξία του δηλαδή στην έλλειψη προσοχής, περίσκεψης, επιμέλειας, ή πρόνοιας εκ μέρους του).
Διαφορά αμέλειας από δόλο: Μεταξύ δόλου και αμέλειας δεν υπάρχει ποιοτική, αλλά μόνον ποσοτική διαφορά, υπό την έννοια ότι η αμέλεια συνιστά ελαφρότερη μορφή υπαιτιότητας σε σύγκριση με εκείνη του δόλου.
Κριτήρια οφειλόμενης επιμέλειας: Ο νομοθέτης κατά την αναζήτηση της οφειλόμενης επιμέλειας ή, με άλλα λόγια, της παράβασης του καθήκοντος επιμέλειας, την οποία υποχρεούται ο καθένας να τηρεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, χρησιμοποιεί δύο κριτήρια, από τα οποία το ένα αναφέρεται στην επιμέλεια εκείνη που όφειλε κατά τις περιστάσεις να καταβάλει ο δράστης, και το άλλο, που αναφέρεται στην επιμέλεια την οποία μπορούσε να καταβάλει ο δράστης.
Όταν δηλαδή, λέμε ότι ο δράστης μπορεί να πράξει με ορισμένο τρόπο εννοούμε τον συγκεκριμένο δράστη με τις φυσικές, πνευματικές και σωματικές του δυνάμεις και ικανότητες που έχει και δεν αναφερόμαστε στον μέσο κοινωνικό άνθρωπο. Π.χ. Ο ηλεκτρολόγος που μετά το πέρας των εργασιών του ξέχασε γυμνό ηλεκτροφόρο καλώδιο και εξαιτίας αυτού θανατώθηκε από ηλεκτροπληξία ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, διέπραξε ανθρωποκτονία από αμέλεια επειδή ως εξειδικευμένος τεχνίτης όφειλε να είναι περισσότερο προσεκτικός και μπορούσε να αποτρέψει το αποτέλεσμα αν είχε μονώσει το γυμνό ηλεκτροφόρο καλώδιο.
Ευθύνη από το αποτέλεσμα
Άρθρο 29 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Στις περιπτώσεις όπου ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η ποινή αυτή επιβάλλεται μόνο αν το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη».
Τα εγκλήματα, λοιπόν, που χαρακτηρίζονται από το αποτέλεσμα τιμωρούνται με βαρύτερη ποινή αν, εκτός του βασικού εγκλήματος που επιδίωκε ο δράστης, επέλθει και άλλο βαρύτερο αποτέλεσμα, εφόσον αυτό μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη. Π.χ. Το άτομο που βιάζει μια γυναίκα και εξαιτίας του βιασμού επέρχεται ο θάνατός της, θα κατηγορηθεί για το βιασμό αλλά και για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Η ιδιορρυθμία των εγκλημάτων αυτών συνίσταται στο ότι για το μεν βασικό έγκλημα (π.χ. βιασμό) απαιτείται δόλος, για το βαρύτερο δε αποτέλεσμα (θάνατος) απαιτείται αμέλεια του δράστη.
Πραγματική πλάνη
Άρθρο 30 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν. Αν όμως η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη του καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια.
2. Επίσης, δεν καταλογίζονται στο δράστη τα περιστατικά που κατά το νόμο επαυξάνουν το αξιόποινο της πράξης του αν τα αγνοούσε».
Πολλές φορές στην καθημερινή μας ζωή, βρισκόμαστε σε πλάνη και αγνοούμε ορισμένα στοιχεία που μπορεί να συνιστούν έγκλημα ή έχουμε εσφαλμένη γνώση γι’ αυτά ή ακόμη αγνοούμε ή δεν γνωρίζουμε καλώς περιστατικά που θεμελιώνουν διακεκριμένη μορφή βασικού εγκλήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις λέμε ότι βρισκόμαστε σε πραγματική πλάνη, την οποία ο νόμος λαμβάνει σοβαρά υπόψη, όταν πράγματι υπάρχει. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα πραγματικής πλάνης είναι τα εξής :
α. Ο κυνηγός Α τα χαράματα, σε ορεινή περιοχή, παρατήρησε κίνηση μέσα στα ψηλά χόρτα του λιβαδιού. Νόμισε ότι πρόκειται για λαγό και πυροβόλησε στο σημείο αυτό με αποτέλεσμα να σκοτώσει τον κτηνοτρόφο Β που τον είχε πάρει ο ύπνος, όταν το κοπάδι του τη νύχτα πέρασε από εκεί για βοσκή.
β. Ο Γ συνουσιάζεται με την αναπτυγμένη σωματικώς Δ, νομίζοντας ότι αυτή είναι πάνω από 18 ετών, ενώ στην πραγματικότητα είναι μόλις 15 ετών. Και το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι εάν θα τιμωρηθούν οι Α και Γ για τις αξιόποινες πράξεις τους.
Νομική πλάνη
Άρθρο 31 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Μόνη η αγνοία τον αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό.
2. Η πράξη όμως δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή».
Ενώ στην πραγματική πλάνη ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται κάποιο περιστατικό που είτε συνιστά συστατικό στοιχείο ορισμένου εγκλήματος, είτε αυξάνει τη βαρύτητα του, δηλαδή, ενώ στην περίπτωση πραγματικής πλάνης, ο δράστης μιας αξιόποινης πράξης δεν γνωρίζει τι διαπράττει στην πραγματικότητα, αντίθετα, στην περίπτωση της νομικής πλάνης, ο δράστης γνωρίζει την αληθινή εικόνα της πραγματικότητας σε όλα τα στοιχεία της, πραγματικά και νομικά, γνωρίζει δηλαδή τί διαπράττει στην πραγματικότητα, αγνοεί όμως ότι αυτό που διαπράττει συνιστά άδικη ή αξιόποινη πράξη.
Επομένως, στην περίπτωση αυτή ο δράστης δεν πλανιέται σχετικά με τα στοιχεία που αφορούν την αντικειμενική υπόσταση ή τη βαρύτητα του εγκλήματος, αλλά για το συνολικό χαρακτήρα της πράξης του ως άδικης ή αξιόποινης. Έτσι π.χ. στην περίπτωση του ξένου ταξιδιώτη που περνά τα ελληνικά σύνορα, χωρίς να δηλώσει στο τελωνείο διάφορα ηλεκτρικά μηχανήματα που είχε μαζί του και που στην Ελλάδα η εισαγωγή τους υπόκειται σε δασμό – γιατί όλα αυτά τα αγνοεί μια και στην πατρίδα του τα είδη αυτά διακινούνται ελεύθερα – έχουμε πλάνη που αφορά το συνολικό χαρακτήρα της πράξης ως άδικης, δηλαδή νομική πλάνη.
Κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό
Άρθρο 32 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Δεν καταλογίζεται στο δράστη η πράξη που τελεί για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο ο οποίος απειλεί χωρίς δική τον υπαιτιότητα το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή συγγενούς του, ανιόντος ή κατιόντος ή αδελφού ή συζύγου του αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με τη βλάβη που απειλήθηκε.
2. Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρ. 25 εφαρμόζονται και εδώ».
Για να υπάρξει, λοιπόν, κατάσταση ανάγκης απαιτούνται τα εξής στοιχεία:
- Κίνδυνος παρών. Ο κίνδυνος είναι παρών, όταν άρχισε και εξακολουθεί ακόμη ή όταν επίκειται, πλησιάζει να αρχίσει αμέσως.
- Κίνδυνος αναπότρεπτος με άλλα μέσα. Ο κίνδυνος είναι αναπότρεπτος, όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αντιμετωπιστεί, εκτός από την προσβολή άλλου ξένου προσωπικού ή περιουσιακού αγαθού.
- Ο παρών και αναπότρεπτος κίνδυνος πρέπει να απειλεί προσωπικό ή περιουσιακό αγαθό (π.χ. τη ζωή ή την περιουσία) εκείνου που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης ή ορισμένου στενού συγγενούς του (πατέρα, παππού, γιου, εγγονού, δισέγγονου, αδελφού, αδελφής ή συζύγου).
- Ο κίνδυνος πρέπει να μην προκλήθηκε από υπαιτιότητα (με δόλο ή αμέλεια) εκείνου που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης. π.χ. να μην έβαλε ο ίδιος φωτιά στη συνοικία του και ύστερα καταστρέφει τη διπλανή οικία του γείτονά του για να σώσει τη δική του που είναι ίσης αξίας.
- Εκείνος που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης μπορεί, για να αποτρέψει τον παρόντα και αναπότρεπτο κίνδυνο, να προσβάλει ξένο (προσωπικό ή περιουσιακό) αγαθό πρέπει όμως το προσβαλλόμενο ξένο αγαθό, να είναι κατά το είδος και την σπουδαιότητα ανάλογο με τη βλάβη που απειλήθηκε.
Υπέρβαση των νόμιμων ορίων της κατάστασης ανάγκης
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 32 παρ. 2, σε συνδυασμό προς τα άρθρ. 25 παρ. 3 και 23 Π.Κ., ο δράστης μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε μ’ αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η κατάσταση ανάγκης.
Ποια η διαφορά μεταξύ των καταστάσεων ανάγκης των άρθρ. 25 και 32 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
α. Στην κατάσταση ανάγκης του άρθρ. 25 το αγαθό που θυσιάζεται πρέπει να είναι μικρότερης αξίας από εκείνο που σώζεται, ενώ στη δεύτερη περίπτωση του άρθρ. 32, πρέπει να είναι της ίδιας (ανάλογης).
β. Ο δράστης στην πρώτη περίπτωση (άρθρ. 25 Π.Κ.) μπορεί να παρέχει βοήθεια και για λογαριασμό οποιουδήποτε τρίτου που κινδυνεύει. (Ο Α π.χ. σκοτώνει το σκύλο του Β, ο οποίος επιτέθηκε και δαγκώνει το Γ), ενώ στην κατάσταση ανάγκης του άρθρου32 επιτρέπεται βοήθεια (εκ μέρους του δράστη) μόνον υπέρ ορισμένων στενών συγγενών (πατέρα, μητέρα, παππού, γιαγιάς, γιου, κόρης εγγονών, αδελφών, αδελφής, συζύγου).
Κωφάλαλοι εγκληματίες
Άρθρο 33 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Η πράξη που τέλεσε κωφάλαλος δεν του καταλογίζεται, αν κριθεί ότι δεν είχε την απαιτούμενη πνευματική ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.
2. Αν δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου, ο κωφάλαλος τιμωρείται με ελαττωμένη ποινή (άρθρ. 83)».
Κωφάλαλος στο ποινικό δίκαιο χαρακτηρίζεται όχι εκείνος που γενικά δεν μπορεί να ακούσει και να μιλήσει, αλλά μόνον εκείνος ειδικά που στερήθηκε είτε εκ γενετής είτε στις πρώτες φάσεις της νηπιακής του ηλικίας την ικανότητα της ακοής και έτσι δεν μπόρεσε να αναπτύξει και την ικανότητα της ομιλίας.
Διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης
Άρθρο 34 Ποινικού Κώδικα Π.Κ.
«Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό».
Υπαίτια διατάραξη της συνείδησης
Άρθρο 35 Ποινικού Κώδικα Π.Κ.
«1. Πράξη που κάποιος αποφάσισε σε κανονική ψυχική κατάσταση, αλλά που για την τέλεσή της έφερε τον εαυτό του σε κατάσταση διαταραγμένης συνείδησης του καταλογίζεται σαν να την τέλεσε με δόλο.
2. Αν η πράξη που τέλεσε σε τέτοια κατάσταση είναι άλλη από εκείνη που είχε αποφασίσει, ο υπαίτιος τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
3. Πράξη που ο υπαίτιος πρόβλεψε ή μπορούσε να προβλέψει ότι ενδέχεται να τελέσει, αν οδηγηθεί σε κατάσταση διατάραξης της συνείδησης, του καταλογίζεται ως πράξη που τελέστηκε από αμέλεια».
1.2.7 Απόπειρα και συμμετοχή
Έννοια και ποινή της απόπειρας
Άρθρο 42 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83).
2. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η κατά την προηγούμενη παράγραφο ελαττωμένη ποινή δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να του επιβάλει την ίδια ποινή με αυτήν που ο νόμος προβλέπει για την ολοκληρωμένη πράξη.
3. Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ατιμώρητη την απόπειρα πλημμελήματος, για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης όχι ανώτερη από τρεις μήνες».
Στοιχεία της απόπειρας:
- Απόφαση του δράστη να διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα. Άρα, απαιτείται δόλος. Στα εγκλήματα από αμέλεια δεν τιμωρείται η απόπειρα. Έτσι π.χ. αυτός που έριξε από ανεγειρόμενη οικοδομή στο δρόμο ξύλινη σανίδα που λίγο έλειψε να σκοτώσει κάποιον άλλον διερχόμενο, δε θα τιμωρηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας από αμέλεια.
- Πράξη του δράστη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος που αυτός αποφάσισε. Η πράξη που θεμελιώνει την απόπειρα εκδηλώνεται, κατά κανόνα, με τη μορφή της ενέργειας ή της παράλειψης.
- Να μην ολοκληρωθεί η τέλεση του κακουργήματος ή πλημμελήματος. Δηλαδή από την ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη δεν πρέπει να ολοκληρωθεί το έγκλημα, διότι τότε έχουμε ολοκληρωμένο έγκλημα και όχι απόπειρα τούτου.
Απρόσφορη απόπειρα
Άρθρο 43 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Όποιος επιχείρησε να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης, ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση των εγκλημάτων αυτών, τιμωρείται με την ποινή του άρθρ. 83 μειωμένη στο μισό.
2. Όποιος επιχείρησε τέτοια απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια, παραμένει ατιμώρητος».
Η απρόσφορη απόπειρα διακρίνεται, σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα, σε απρόσφορη απόπειρα λόγω «απρόσφορου μέσου» και σε απρόσφορη απόπειρα «λόγω απρόσφορου αντικειμένου».
Ειδικότερα:
- Απρόσφορη απόπειρα λόγω «απρόσφορου μέσου» υπάρχει όταν ο δράστης χρησιμοποιεί για τη διάπραξη εγκλήματος μέσα (όπλα, φάρμακα) τα οποία είναι φυσικώς ή νομικώς ακατάλληλα για να φέρουν εις πέρας το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Π.χ. Ο Α που θέλει να δολοφονήσει τον Β προσθέτει ζάχαρη στον καφέ του νομίζοντας ότι πρόκειται για δηλητήριο.
- Απρόσφορη απόπειρα λόγω «απρόσφορου αντικειμένου» υπάρχει όταν το αντικείμενο (άνθρωπος ή πράγμα), κατά του οποίου στρέφεται ο δράστης, είναι φυσικώς ή νομικώς απρόσφορο για να επέλθει το επιδιωκόμενο απ’ αυτόν εγκληματικό αποτέλεσμα. Π.χ. Ο Α θέλοντας να δολοφονήσει τον Β πυροβολεί εναντίον του πλην όμως ο Β είχε πεθάνει μία ώρα πριν από καρδιακή προσβολή.
Πότε δεν τιμωρείται η απρόσφορη απόπειρα
Η απρόσφορη απόπειρα, λόγω «απολύτως απρόσφορου μέσου ή αντικειμένου», δεν τιμωρείται αν ο δράστης χρησιμοποίησε το «απολύτως απρόσφορο μέσο» ή στράφηκε κατά του «απολύτως απρόσφορου αντικειμένου».
Υπαναχώρηση
Άρθρο 44 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Η απόπειρα μένει ατιμώρητη, αν ο δράστης άρχισε την ενέργεια για την τέλεση του κακουργήματος ή πλημμελήματος, αλλά δεν την ολοκλήρωσε από δική του βούληση και όχι από εξωτερικά εμπόδια
2.Αν ο δράστης, αφού ολοκλήρωσε την ενέργειά του, παρεμπόδισε ύστερα με δική του βούληση το αποτέλεσμα που μπορούσε να προέλθει από την ενέργειά του αυτή και που ήταν απαραίτητο για την τέλεση του κακουργήματος ή του πλημμελήματος, τιμωρείται με την ποινή του άρθρ. 83 μειωμένη στο μισό. Το δικαστήριο όμως μπορεί, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, να κρίνει την απόπειρα ατιμώρητη».
1.2.8 Συμμετοχή στο Έγκλημα
Όταν το έγκλημα από έναν μόνο δράστη, τότε αυτός λέγεται αυτουργός του εγκλήματος. Όταν όμως στο έγκλημα εμπλακούν πολλοί (δύο, τρεις ή περισσότεροι), τότε λέμε ότι έχουμε συμμετοχή στο έγκλημα και τίθεται το ζήτημα για το πώς θα χαρακτηριστεί ο καθένας από τους συμμέτοχους και ποια ποινή θα του επιβληθεί.
Ο Ποινικός Κώδικας με τις διατάξεις των άρθρ. 45-49, κάνει αναφορά στη συμμετοχή στο έγκλημα, την οποία και διακρίνει στις εξής μορφές:
- 1. Τη συναυτουργία (όταν πολλοί μαζί από κοινού διαπράττουν έγκλημα) (άρθρ. 45 Π.Κ.).
- 2. Την ηθική αυτουργία (όταν κάποιος με πρόθεση προκαλεί σε άλλον την απόφαση να διαπράξει έγκλημα) (άρθρ. 46 Π.Κ.).
- 3. Τη συνέργεια (άμεση ή απλή), όταν κάποιος βοηθάει άμεσα ή έμμεσα άλλον να διαπράξει έγκλημα (άρθρ. 46 και 47 Π.Κ.).
Αυτουργός του εγκλήματος
Ο αυτουργός διακρίνεται σε άμεσο ή φυσικό αυτουργό και σε έμμεσο.
- 1. Άμεσος ή φυσικός αυτουργός λέγεται εκείνος ο οποίος διαπράττει μόνος του το έγκλημα με ενέργειά του ή παράλειψή του. Άμεσος ή φυσικός αυτουργός είναι και εκείνος που διαπράττει ένα έγκλημα με τη χρησιμοποίηση των δυνάμεων της φύσης ή της δύναμης ζώου ή μηχανήματος, καθώς και εκείνος που με πρόθεση τελεί έγκλημα με την ακούσια σωματική κίνηση ή με την ακούσια παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας ενός άλλου ανθρώπου. Π.χ. ο Α χρησιμοποιεί τον εκπαιδευμένο σκύλο του και αφαιρεί ξένα κινητά πράγματα (εφημερίδες ή περιοδικά από περίπτερα) ή παρακινεί το σκύλο και δαγκώνει το Β που περνάει έξω από το σπίτι του ή με μηχάνημα (π.χ. ωρολογιακή βόμβα) καταστρέφει ξένη περιουσία (αυτοκίνητα, Τράπεζες κλπ.). Ο Γ δίνει ναρκωτικό φάρμακο στη νοσοκόμο Δ και τη βυθίζει στον ύπνο. Εξαιτίας της νάρκωσης η νοσοκόμος παραλείπει να κάνει τη νύχτα στο βαριά άρρωστο Ε τις ενέσεις που είχε παραγγείλει ο γιατρός, με αποτέλεσμα ο ασθενής να πεθάνει (ανθρωποκτονία με πρόθεση).
- 2. Έμμεσος αυτουργός είναι εκείνος ο οποίος με πρόθεση διαπράττει έγκλημα όχι αυτοπροσώπως, αλλά χρησιμοποιώντας άλλο πρόσωπο που δρα ως όργανο του. Το άλλο πρόσωπο θεωρείται ότι δρα ως όργανο του έμμεσου αυτουργού σε τρεις περιπτώσεις:
- Στην πρώτη περίπτωση μιλούμε για έμμεσο αυτουργό όταν η πράξη πού εκτελεί το χρησιμοποιούμενο πρόσωπο δεν προβλέπεται από το νόμο ως έγκλημα (για το ίδιο το χρησιμοποιούμενο πρόσωπο). Π.χ. Ο Α επιθυμεί να θανατωθεί ή να καταστραφεί ένα περιουσιακό στοιχείο του Β. Για το σκοπό αυτό ο Α με πρόθεση πείθει τον παράφρονα Β να αυτοκτονήσει ή να αυτοτραυματιστεί ή να καταστρέψει δικό του πράγμα. Εδώ ο Α είναι έμμεσος αυτουργός ανθρωποκτονίας με πρόθεση ή σωματικής βλάβης ή φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Είναι δε έμμεσος αυτουργός ο Α, γιατί οι πράξεις του Β δεν προβλέπονται από το νόμο ως εγκλήματα. Με άλλες λέξεις η αυτοκτονία ενός, ο αυτοτραυματισμός του και η καταστροφή δικού του πράγματος δεν είναι εγκλήματα.
- Στη δεύτερη περίπτωση γίνεται λόγος για έμμεσο αυτουργό, όταν εκείνος που παρακινεί άλλο πρόσωπο να διαπράξει έγκλημα έχει από το νόμο ιδιαίτερη ιδιότητα (είναι π.χ. δημόσιος υπάλληλος). Στην περίπτωση αυτή ο έμμεσος αυτουργός χρησιμοποιεί άλλο πρόσωπο για να τελέσει αξιόποινη πράξη σχετική με τη δημόσια υπηρεσία και το πρόσωπο αυτό δεν έχει την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου. Π.χ. Ο Α δημόσιος υπάλληλος παρακινεί το Β ιδιώτη να καταστρέψει, να βλάψει ή να νοθεύσει έγγραφο που είναι εμπιστευμένο ή προσιτό στον Α, λόγω της υπηρεσίας του. Εδώ ο Α είναι έμμεσος αυτουργός του εγκλήματος νόθευσης κλπ. εγγράφου, γιατί ο Β που δεν είναι δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να είναι αυτουργός του εγκλήματος αυτού. Σε αυτή την περίπτωση ο ιδιώτης χαρακτηρίζεται ως συνεργός.
- Στην τρίτη περίπτωση μιλούμε, επίσης, για έμμεσο αυτουργό όταν η πράξη του χρησιμοποιούμενου προσώπου προβλέπεται μεν από το νόμο ως έγκλημα, αλλά υπάρχει για το πρόσωπο αυτό (το χρησιμοποιούμενο) λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του (π.χ. προσταγή, άμυνα). Και στην τρίτη εδώ περίπτωση οι πράξεις του χρησιμοποιούμενου προσώπου πρέπει να προκλήθηκαν από τον έμμεσο αυτουργό με δόλο (με πρόθεση). Με άλλα λόγια οι πράξεις του χρησιμοποιούμενου προσώπου (προτασσόμενου ή αμυνομένου) πρέπει να οφείλονται στους εγκληματικούς σκοπούς του έμμεσου αυτουργού και να αποτελούν έγκλημα μόνο για τον τελευταίο (δηλαδή τον έμμεσο αυτουργό). Π.χ. Ο Α υπαστυνόμος, διατάσσει τον Β αστυφύλακα που είναι στη δύναμή του να συλλάβει το Γ και να τον κλείσει στο κρατητήριο, χωρίς να συντρέχει νόμιμος λόγος (παράνομη κατακράτηση). Ο Β εκτελεί τη διαταγή του Α.
Συναυτουργοί – Συναυτουργία – Παραυτουργία
Άρθρο 45 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης».
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 45, συναυτουργία υπάρχει όταν δύο τουλάχιστον πρόσωπα, ύστερα από κοινή συμφωνία, διαπράττουν μαζί την κύρια πράξη ορισμένου εγκλήματος. Ο καθένας από αυτούς που συμπράττουν ονομάζεται συναυτουργός και τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Κεντρικό στοιχείο της έννοιας της συναυτουργίας συνιστά, όπως είναι φανερό από το νομοθετικό ορισμό του άρθρ. 45 Π.Κ., η από κοινού εκτέλεση της πράξης.
Παραυτουργία είναι η σύμπραξη πολλών στην εκτέλεση του ίδιου εγκλήματος, χωρίς να υπάρχει κοινή συμφωνία μεταξύ τους, δηλαδή κοινός δόλος. Στην περίπτωση αυτή, η πράξη του καθενός από τους δράστες εξετάζεται αυτοτελώς. Πρόκειται, εν ολίγοις, για απλή τυχαία σύμπτωση των βουλήσεων για τέλεση του ίδιου εγκλήματος, η δε πράξη κάθε συμμέτοχου κρίνεται ως ίδιο έγκλημα και ο ενεργήσας την πράξη θεωρείται ως μόνος φυσικός αυτουργός. Π.χ. Ο Α και ο Β μπαίνουν σε ένα σούπερ μάρκετ και αφαιρούν εμπορεύματα από το τμήμα των τροφίμων. Την ίδια στιγμή οι Γ και Δ γυναίκες αφαιρούν εμπορεύματα από το τμήμα των καλλυντικών.
Ηθικός αυτουργός και άμεσος συνεργός
Άρθρο 46 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Με την ποινή τον αυτουργού τιμωρείται επίσης:
α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε·
β) όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης.
2. Όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει κάποιο έγκλημα, με μοναδικό σκοπό να τον καταλάβει ενώ αποπειράται να τελέσει το έγκλημα ή ενώ επιχειρεί αξιόποινη προπαρασκευαστική του πράξη και με τη θέληση να τον ανακόψει από την αποπεράτωση του εγκλήματος, τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού μειωμένη στο μισό».
Στοιχεία ηθικής αυτουργίας
Για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται τα εξής στοιχεία:
- 1. Ο ηθικός αυτουργός να προκάλεσε την απόφαση του φυσικού αυτουργού να εκτελέσει την άδικη πράξη (έγκλημα) που διέπραξε.
- 2. Η παρακίνηση, δηλαδή η παρότρυνση, του φυσικού αυτουργού από τον ηθικό αυτουργό να διαπράξει έγκλημα, πρέπει να γίνει με δόλο(πρόθεση). Παρακίνηση από αμέλεια δεν είναι κατά το νόμο δυνατή και δεν συνιστά ηθική αυτουργία.
- 3. Ο φυσικός αυτουργός πρέπει να διαπράξει το έγκλημα, για το οποίο παρακινήθηκε ή να κάνει απόπειρα.
Αν εκείνος που παρακινήθηκε δε διαπράξει για οποιονδήποτε λόγο το έγκλημα, , τότε αυτός που παρακίνησε δε θα τιμωρηθεί ως ηθικός αυτουργός, διότι ο Ποινικός Κώδικας δεν προβλέπει απόπειρα ηθικής αυτουργίας.
Αν όμως το έγκλημα για το οποίο κάποιος παρακίνησε άλλον να το διαπράξει είναι κακούργημα ή πλημμέλημα (όχι πταίσμα), τότε εκείνος που παρακίνησε και όταν ακόμη ο άλλος που παρακινήθηκε δεν κάνει καμιά κίνηση, θα τιμωρηθεί ως ένοχος ιδιώνυμου εγκλήματος που ονομάζεται «πρόκληση σε τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος» (άρθρ. 186 Π.Κ.).
Με άλλα λόγια η απόπειρα ηθικής αυτουργίας τιμωρείται, σύμφωνα με τις-διατάξεις του άρθρου 186 του Π.Κ., ως ιδιώνυμο έγκλημα σε βαθμό πλημμελήματος.
Προβοκάτορας ηθικός αυτουργός
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ.46 παρ. 2, ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει την ενέργεια του προβοκάτορα ηθικού αυτουργού. Ο προβοκάτορας ηθικός αυτουργός θέλει να εκθέσει τον άλλον ως εγκληματία και το κάνει αυτό διακινδυνεύοντας την προσβολή συγκεκριμένου έννομου αγαθού. Σταματάει όμως την προσβολή του έννομου αυτού αγαθού στο στάδιο της απόπειρας.
Απλός συνεργός
Άρθρο 47 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ.1 στοιχ. β’ του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
2. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 42 εφαρμόζεται αναλόγως και εδώ.
3. Ως προς τα πταίσματα, η συνέργεια τιμωρείται μόνο στις περιπτώσεις που ο νόμος το ορίζει εδικά».
Για να υπάρξει απλός συνεργός χρειάζονται τα εξής στοιχεία:
- Ο απλός συνεργός πρέπει να γνωρίζει ότι ο φυσικός αυτουργός θα τελέσει αξιόποινη πράξη (έγκλημα) και να θέλει να συμβάλει με τη συνδρομή του στην τέλεσή της.
- Η συνδρομή όμως που παρέχεται κατά τη διάπραξη του εγκλήματος δεν πρέπει να υποστηρίζει άμεσα την κύρια πράξη.
1.2.9 Ποινές
Γενικά
Το τέταρτο στοιχείο της έννοιας του εγκλήματος είναι η ποινή (η άδικη και καταλογιστή ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη πρέπει να τιμωρείται από το νόμο).
Αν η ανθρώπινη πράξη ή παράλειψη δεν τιμωρείται από το νόμο, τότε δεν έχουμε έγκλημα. Έτσι π.χ. η σύγκρουση αυτοκινήτων που έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση υλικών ζημιών, λόγω απροσεξίας του οδηγού ενός εκ των εμπλεκομένων οχημάτων, είναι μεν πράξη άδικη, διότι ο νόμος απαγορεύει να προξενούμε ζημίες στην περιουσία των συνανθρώπων μας, δεν είναι όμως έγκλημα, γιατί ο Ποινικός Κώδικας δεν απειλεί κατά της πράξης αυτής (φθοράς ξένης ιδιοκτησίας από αμέλεια) ποινή. Ο υπαίτιος οδηγός εδώ υποχρεούται μόνο σε αποζημίωση, διότι διέπραξε αστικό αδίκημα (άρθρ. 914 Α.Κ.).
Αντίθετα, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας με πρόθεση είναι έγκλημα και τιμωρείται από το νόμο. Π.χ. η καταστροφή ξένου αυτοκινήτου με πρόθεση είναι έγκλημα και ο δράστης τιμωρείται με ποινή (άρθρ. 381 παρ. 1 Π.Κ.).
Τι είναι Ποινή
Είναι το κακό που απειλεί ο νόμος κατά του δράστη ορισμένης αδικοπραγίας, σαν εκδήλωση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας του από την έννομη τάξη, για την εγκληματική του συμπεριφορά απέναντι στην κοινωνία. Την ποινή, κατά κανόνα, την επιβάλλει ο δικαστής.
Είδη ποινών
O Ποινικός μας Κώδικας προβλέπει δύο κατηγορίες ποινών: τις κύριες και τις παρεπόμενες. Κύριες ποινές είναι εκείνες που μπορούν να επιβληθούν από τα δικαστήρια αυτοτελώς, δηλαδή μόνες τους, χωρίς να εξαρτώνται από προηγούμενη άλλη ποινή, ενώ παρεπόμενες ποινές είναι εκείνες που επιβάλλονται πάντοτε μαζί με μια κύρια ποινή
Οι κυρίες ποινές
Είναι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές (συνήθεις και ιδιάζουσες).
Συνήθεις είναι:
- Η κάθειρξη (ισόβια ή πρόσκαιρη)
- Η φυλάκιση
- Η κράτηση
Ιδιάζουσες είναι:
- Η κάθειρξη αόριστης διάρκειας των κατά συνήθεια επικίνδυνων εγκληματιών (π.χ. εκ συστήματος διαρρηκτών κλπ.).
- Ο περιορισμός αόριστης διάρκειας σε ψυχιατρικό κατάστημα (ψυχιατρείο) των επικίνδυνων εγκληματιών που δεν είναι τελείως ακαταλόγιστοι (π.χ. ημιπαράφρονες κλπ.).
- Ο περιορισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα των εφήβων εγκληματιών (13-17 ετών).
Οι ποινές σε χρήμα:
- Η χρηματική ποινή και
- Το πρόστιμο
Οι παρεπόμενες ποινές:
- Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων
- Η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος
- 3. Η δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης και
- 4. Η δήμευση (άρθρ. 76 παρ. 1 Π.Κ.)
1.2.10 Μέτρα Ασφαλείας
Έννοια και σκοπός των μέτρων ασφάλειας
Όταν η ποινή δεν είναι αρκετή να σωφρονίσει το δράστη και να τον καταστήσει ακίνδυνο στην κοινωνία, τότε ο νόμος προβλέπει εναντίον του και μέτρα ασφάλειας. Μέτρα ασφάλειας προβλέπει ο νόμος και εναντίον εκείνων των εγκληματιών οι οποίοι δεν τιμωρήθηκαν με ποινή για το έγκλημα τους, επειδή είναι ακαταλόγιστοι (π.χ. παράφρονες, βλάκες, κωφάλαλοι κλπ.).
Ο νόμος με τα μέτρα ασφάλειας επιδιώκει να προστατεύσει την κοινωνία από τους επικίνδυνους εγκληματίες. Γι’ αυτό επιβάλλονται ανεξάρτητα από την επιβολή ή όχι ποινής, αρκεί ο δράστης να είναι επικίνδυνος στη δημόσια τάξη.
Τα μέτρα ασφάλειας προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα (άρθρ. 69 έως και 76 παρ. 2). Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, τα μέτρα αυτά αποτελούν ασφαλιστικό μέτρο, δηλαδή μέτρο πρόληψης μελλοντικών εγκλημάτων ή με άλλα λόγια αποτελούν κύρωση που συνιστά φυσική προστασία της κοινωνίας από τον κίνδυνο που διατρέχει από την προσωπικότητα του δράστη ή από ορισμένα αντικείμενα. Με την επιβολή των μέτρων ασφάλειας επιδιώκεται, όπως ήδη τονίστηκε και πιο πάνω, κυρίως η ειδική πρόληψη και επιβάλλονται είτε αντί της ποινής, είτε μαζί με την ποινή.
Είδη μέτρων ασφάλειας
Τα μέτρα ασφάλειας διακρίνονται σε προσωπικά και σε πραγματικά ανάλογα με το αν επιβάλλονται εναντίον ορισμένου προσώπου για την πρόληψη εγκλημάτων στο μέλλον ή εναντίον πράγματος μετά την τέλεση της πράξης, αν το πράγμα εγκλείει κίνδυνο προσβολής έννομων αγαθών.
Τα προσωπικά μέτρα ασφάλειας διακρίνονται :
- Σε στερητικά της ελευθερίας, όπως είναι:
- Η φύλαξη ακαταλόγιστων εγκληματιών (άρθρ. 69 Π.Κ.)
- Η εισαγωγή σε θεραπευτικό κατάστημα αλκοολικών και τοξικομανών (άρθρ. 71 Π.Κ.)
- Η παραπομπή σε κατάστημα εργασίας (άρθρ. 72 Π.Κ.)
- Σε μη στερητικά της ελευθερίας, όπως είναι:
- Η απαγόρευση διαμονής (άρθρ. 73 Π.Κ.)
- Η απέλαση αλλοδαπού (άρθρ. 74 Π.Κ.)
Τέλος, τα πραγματικά μέτρα ασφάλειας είναι η δήμευση (άρθρ. 76 παρ. 2 Π.Κ.).
1.2.11 Λόγοι που εξαλείφουν το αξιόποινο
Υπάρχουν ορισμένοι λόγοι που εξαλείφουν (σβήνουν) το αξιόποινο της άδικης πράξης ή παράλειψης που τελέστηκε. Αυτοί οι λόγοι σβήνουν το δικαίωμα, το οποίο έχει η πολιτεία να επιβάλει ποινή σ’ εκείνον που διέπραξε ένα έγκλημα.
Οι λόγοι αυτοί είναι:
- 1. Η παραγραφή των εγκλημάτων και των ποινών (άρθρα 111-116 Π.Κ.).
- 2. Η παραίτηση από την έγκληση, δηλαδή:
- η μη υποβολή έγκλησης από τον παθόντα μέσα στην προθεσμία των τριών μηνών
- η ρητή παραίτηση του παθόντος από το δικαίωμα που έχει να υποβάλει έγκληση και
- η ανάκληση της έγκλησης από εκείνον που την υπέβαλε (άρθρ. 117-120 Π.Κ.)
- 3. Η έμπρακτη μετάνοια που προβλέπεται από πολλές διατάξεις του Π.Κ.
- 4. Η αμνηστία, η οποία είναι λόγος που εξαλείφει το αξιόποινο, αλλά βρίσκεται έξω από τον ποινικό νόμο.
Παραγραφή
Όταν περάσει ορισμένος χρόνος, δεν έχει πλέον νόημα να εξακολουθεί να υπάρχει η ποινική αξίωση της πολιτείας εναντίον του δράστη του εγκλήματος. Η επιβολή ποινής, ύστερα από ένα χρονικό διάστημα από τότε που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εμφανίζεται ως μη αναγκαία και χωρίς αποτέλεσμα, διότι εξαλείφεται στην ανάμνηση (ξεχνιέται) το έγκλημα και εξασθενούν και για την κατηγορία και για την υπεράσπιση οι αποδείξεις. Έτσι, με τη μη επιβολή ποινής, αποτρέπεται η διαιώνιση των αιτίων του μίσους. Ο Ποινικός Κώδικας διακρίνει δύο είδη παραγραφής: α) την παραγραφή του αξιοποίνου της πράξης δηλαδή των εγκλημάτων και β) την παραγραφή των ποινών που επιβλήθηκαν.
Χρόνος παραγραφής των εγκλημάτων
Άρθρο 111 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή.
2. Τα κακουργήματα παραγράφονται:
α) μετά είκοσι έτη, αν ο νόμος προβλέπει γι’ αυτά την ποινή της ισόβιας κάθειρξης
β) μετά δέκα πέντε έτη σε κάθε άλλη περίπτωση.
3. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη.
4. Τα πταίσματα παραγράφονται μετά ένα έτος.
5. Οι ανωτέρω προθεσμίες υπολογίζονται κατά το ισχύον ημερολόγιο.
6. Αν ο νόμος ορίζει διαζευκτικά περισσότερες από μία ποινές, οι ανωτέρω προθεσμίες υπολογίζονται σύμφωνα με τη βαρύτερη απ’ αυτές».
Χρόνος παραγραφής των ποινών που επιβλήθηκαν
Άρθρο 114 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Οι ποινές που επιβλήθηκαν αμετακλήτως, αν έμειναν ανεκτέλεστες, παραγράφονται:
α) η ισόβια κάθειρξη μετά τριάντα έτη·
β) ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα (άρθρο 38) και η κάθειρξη μετά είκοσι έτη·
γ) η φυλάκιση, η χρηματική ποινή και ο περιορισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα (άρθρ. 54) μετά δέκα έτη·
δ) κάθε άλλη μικρότερη ποινή μετά δύο έτη».
Παραίτηση από την έγκληση
Η ποινική δίωξη των εγκλημάτων είναι δικαίωμα της πολιτείας και κινείται αυτεπαγγέλτως από τα κατηγορούντα όργανα ή ύστερα από έγκληση εκείνου που αδικήθηκε.
Κατά κανόνα, τα εγκλήματα (κακουργήματα, πλημμελήματα, πταίσματα) διώκονται αυτεπαγγέλτως [άρθρ. 36 (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) Κ.Π.Δ.].
Σε ορισμένες περιπτώσεις, που προβλέπονται ρητά από τον Ποινικό Κώδικα ή από άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση του παθόντα, όπως π.χ. ισχύει για τα εγκλήματα εκούσιας απαγωγής, αυτοδικίας, απειλής, εξύβρισης κλπ., ή με αίτηση δημόσιας αρχής, αν αυτό το ορίζει ρητά ο νόμος (άρθρ. 46 και 50 ΚΠΔ).
Ο δικαιολογητικός λόγος της δίωξης ορισμένων εγκλημάτων με έγκληση είναι:
- ότι οι προσβολές έννομων αγαθών, οι οποίες δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία υπαγορεύουν να αφήνεται η πρωτοβουλία της δίωξής τους στον αδικηθέντα όπως π.χ. συμβαίνει στις περιπτώσεις της απλής σωματικής βλάβης (308 Π.Κ.), αυτοδικίας (331 Π.Κ.)εξύβρισης, δυσφήμησης (361, 362 Π.Κ.) κλπ. διότι εδώ το δημόσιο συμφέρον δεν επαρκεί να δικαιολογήσει την τιμωρία του δράστη και
- ότι η σκοπιμότητα της δίωξης ορισμένων εγκλημάτων μπορεί να εκτιμηθεί μόνον από τον αδικηθέντα, γιατί μερικές φορές η δημοσιότητα της δίκης μπορεί να αποβεί γι’ αυτόν περισσότερο βλαβερή από την τιμωρία του ενόχου, όπως π.χ. στο έγκλημα του βιασμού (336 και 344 Π.Κ.).
Διαφορά έγκλησης από μήνυση
Έγκληση είναι η προαιρετική καταγγελία κάποιας αξιόποινης πράξης που γίνεται προς την Αρχή από τον αδικηθέντα ή από το νόμιμο αντιπρόσωπο του, ενώ μήνυση ονομάζεται εκείνη η οποία γίνεται από ιδιώτη που δεν είναι παθών για έγκλημα, το οποίο διώκεται αυτεπαγγέλτως. Αυτό καλείται ιδιωτική μήνυση. Αν όμως η μήνυση γίνεται από δημόσιο υπάλληλο (αστυνομικό κλπ.) για έγκλημα που διώκεται αυτεπαγγέλτως τότε ονομάζεται δημόσια μήνυση.
Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα της έγκλησης.
Άρθρο 117 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της.
2. Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης».
Πρόσωπα που έχουν δικαίωμα για έγκληση
Άρθρο 118 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Το δικαίωμα της έγκλησης ανήκει στον άμεσα παθόντα από την αξιόποινη πράξη, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά με ειδική διάταξη.
2. Αν ο παθών, δεν έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του ή τελεί υπό δικαστική απαγόρευση, το δικαίωμα της έγκλησης έχει ο νόμιμος αντιπρόσωπος του. Αν ο παθών έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του, το δικαίωμα της έγκλησης έχουν και ο παθών και ο νόμιμος αντιπρόσωπός του, και μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας του το δικαίωμα αυτό το έχει μόνο ο παθών.
3. Αν δύο ή περισσότεροι έχουν δικαίωμα έγκλησης, το δικαίωμα αυτό είναι αυτοτελές για τον καθένα.
4. Μετά το θάνατο τον παθόντος , το δικαίωμα της έγκλησης μεταβιβάζεται στο σύζυγο που ζει και στα τέκνα τον και, αν δεν έχει σύζυγο και τέκνα, στους γονείς του.
5. Για τις αξιόποινες πράξεις που έγιναν εναντίον τον Προέδρου της Δημοκρατίας ή εκείνον που ασκεί την προεδρική εξουσία, αν οι πράξεις διώκονται με έγκληση, η δίωξη γίνεται με αίτηση του Υπουργού της Δικαιοσύνης».
Αδιαίρετο της έγκλησης
Άρθρο 119 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον όλων των συμμέτοχων του εγκλήματος, και αν ακόμη η έγκληση που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός από αυτούς».
Ανάκληση της έγκλησης
Άρθρο 120 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Αυτός που υπέβαλε την έγκληση μπορεί να την ανακαλέσει, με τους όρους που ορίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
2. Η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμέτοχους της πράξης έχει συνέπεια την παύση της ποινικής δίωξης και των υπολοίπων, αν και αυτοί διώκονται με έγκληση.
3. Η ανάκληση δεν έχει κανένα αποτέλεσμα για τον κατηγορούμενο που δηλώνει προς την αρχή ότι δεν την αποδέχεται. Μετά την ανάκληση της έγκλησης που υποβλήθηκε δεν μπορεί να υποβληθεί νέα».
Για την ανάκληση της γενόμενης έγκλησης προβλέπουν και τα άρθρ. 52 και 53 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ.). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων αυτών για τα εγκλήματα που διώκονται μόνον κατ’ έγκληση. Εκείνος που την υπέβαλε μπορεί, είτε αυτοπροσώπως είτε με ειδικό πληρεξούσιο, να την ανακαλέσει.
- Η ανάκληση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους.
- Η ανάκληση μπορεί να γίνει προφορικώς ή εγγράφως. Η ανάκληση μπορεί να γίνει και στο ακροατήριο σε όλη τη διάρκεια της δίκης και έως ότου δημοσιευθεί η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά.
- Με την ανάκληση της έγκλησης εξαλείφεται το αξιόποινο της πράξης και δεν μπορεί να υποβληθεί νέα έγκληση.
- Ο Ποινικός Κώδικας με τη διάταξη του άρθρ. 120 παρ. 2, θεσπίζει το αδιαίρετο της ανάκλησης. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμέτοχους της πράξης έχει συνέπεια την παύση της ποινικής δίωξης και των υπολοίπων, αν και αυτοί διώκονται με έγκληση.
- Αν έχουμε συρροή εγκλημάτων, από τα οποία άλλα μεν διώκονται κατ’ έγκληση, άλλα δε αυτεπαγγέλτως, π.χ. εξύβριση και επικίνδυνη σωματική βλάβη, η ανάκληση έχει σημασία μόνο για την εξύβριση που διώκεται με έγκληση. Για την επικίνδυνη σωματική βλάβη θα προχωρήσει κανονικά η αυτεπάγγελτη δίωξη.
- Όταν υπάρχουν πολλοί παθόντες που υπέβαλαν εγκλήσεις κατά του δράστη ο οποίος π.χ. τους εξύβρισε, η ανάκληση που γίνεται από έναν ή περισσότερους απ’ αυτούς δεν απαλλάσσει το δράστη από τη δίωξη, αν δεν ανακαλέσουν την έγκληση όλοι οι παθόντες.
- Η ανάκληση δεν έχει κανένα αποτέλεσμα για τον κατηγορούμενο που δηλώνει προς την αρχή ότι δεν την αποδέχεται. Το δικαίωμα αυτό δόθηκε στον κατηγορούμενο, για να μπορέσει να αποδείξει την αθωότητά του στο ακροατήριο.
- Μετά την ανάκληση της έγκλησης που υποβλήθηκε δεν μπορεί να υποβληθεί νέα.
Έμπρακτη μετάνοια
Έννοια
Άλλος λόγος που εξαλείφει το αξιόποινο είναι και η έμπρακτη μετάνοια. Αυτή υπάρχει όταν ο δράστης ενός εγκλήματος, πριν ακόμη εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, μετανοεί με δική του θέληση (εκουσίως και αυθορμήτως), δηλαδή γα λόγους εσωτερικούς, και όχι από εξωτερικό καταναγκασμό, ανατρέπει το αποτέλεσμα του εγκλήματος του και αποκαθιστά έτσι πλήρως την κατάσταση.
Παράδειγμα: Η γυναίκα που αφαίρεσε κοσμήματα από το σπίτι της φίλης της όταν την επισκέφθηκε και την επομένη ημέρα μετανιώνει και της τα επιστρέφει δεν θα τιμωρηθεί, λόγω της έμπρακτης μετάνοιας, συνεπεία της οποίας εξαλείφεται το αξιόποινο της κλοπής και σβήνεται (χάνεται) το δικαίωμα της πολιτείας να την τιμωρήσει.
Η έμπρακτη μετάνοια αποτελεί προσωπικό λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου. Δηλαδή εξαλείφει το αξιόποινο μόνο για κείνον από τους τυχόν περισσότερους συμμέτοχους που την έδειξε και όχι και για τους άλλους.
1.2.12 Ανήλικοι Εγκληματίες
Για τους ανήλικους εγκληματίες ο Ποινικός Κώδικας θεωρεί ότι έχουν ανεπαρκή ανάπτυξη των πνευματικών τους λειτουργιών και πως η πνευματική αυτή ανωριμότητα οφείλεται στη νεαρή ηλικία.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 126 παρ. 1 του Π.Κ., σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρ. 121 Π.Κ., κάθε άνθρωπος είναι, σε κάθε περίπτωση ανίκανος προς καταλογισμό ως πνευματικά ανώριμος μέχρι τη συμπλήρωση του δωδέκατου έτους της ηλικίας του. Έτσι τα νήπια, δηλαδή μέχρι την ηλικία επτά ετών, και τα παιδιά, δηλαδή μέχρι την ηλικία δώδεκα ετών, στερούνται πάντοτε της ικανότητας προς καταλογισμό. Και τα μεν νήπια είναι πρόσωπα ποινικώς αδιάφορα, γιατί δεν υπόκεινται σε κανενός είδους ποινική μεταχείριση, ενώ τα παιδιά ενδιαφέρουν ποινικώς, γιατί μπορούν να τους επιβληθούν όχι βέβαια ποινές, αλλά αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
Η ικανότητα προς καταλογισμό των εφήβων, δηλαδή των προσώπων που έχουν ηλικία μεταξύ δεκατριών και δέκα επτά ετών, εξαρτάται, όπως συνάγεται από τη ρύθμιση της ποινικής τους μεταχείρισης στον Ποινικό Κώδικα, από το αν έχουν φτάσει σε επαρκή βαθμό διανοητικής και βουλητικής ωριμότητας. Στις περιπτώσεις, επομένως, που ο δράστης μίας αξιόποινης πράξης είναι πρόσωπο νεότερο των δεκατριών ετών, η διαπίστωση της ανικανότητάς του προς καταλογισμό εξαρτάται αποκλειστικά από την εξακρίβωση της ηλικίας του.
Αντίθετα, στην περίπτωση των εφήβων για τη διαπίστωση της ικανότητάς τους προς καταλογισμό δεν αρκεί η εξακρίβωση της ηλικίας τους, αλλά απαιτείται να εξακριβωθεί επιπλέον και το αν έχουν φτάσει σε επαρκή βαθμό πνευματικής ωριμότητας. Όμως και τότε ακόμα η διαπίστωση αυτή της ικανότητας τους προς καταλογισμό έχει πρακτική σημασία και οδηγεί στην επιβολή της προβλεπόμενης για τους εφήβους ιδιάζουσας ποινής, μόνον αν την τιμώρησή τους υπαγορεύει ο σκοπός της ειδικής πρόληψης.
Όπως γίνεται φανερό από όσα εκτέθηκαν παραπάνω, για την ποινική μεταχείριση των ανήλικων εγκληματιών ο Ποινικός μας Κώδικας έχει ως αφετηρία τις ακόλουθες σύγχρονες επιστημονικές διαπιστώσεις:
- Ότι ο ανήλικος δεν είναι, ψυχικά και σωματικά, μικρογραφία του ενήλικου, αλλά συνιστά ιδιόμορφη ανθρώπινη προσωπικότητα με τις δικές της αντιδράσεις απέναντι στο περιβάλλον.
- Ότι η εγκληματικότητα των ανηλίκων έχει, κατά κανόνα, ως κύριες αιτίες της είτε κακούς κοινωνικούς όρους ζωής, είτε παθολογικές καταστάσεις.
- Ότι ο ανήλικος έχει προσωπικότητα εύπλαστη και γι’ αυτό δεκτική διαπαιδαγώγησης και αναμόρφωσης.
Άρθρο 121 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Στο κεφάλαιο αυτό με τον όρο ανήλικοι νοούνται αυτοί που κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, έχουν ηλικία μεταξύ του 8ου και του 18ου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων.
2. Οι ανήλικοι υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ή σε ποινικό σωφρονισμό σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων».
1.3 Ειδικό μέρος
1.3.1 Γενικά
Ο Π.Κ., ακολουθώντας την κρατούσα αντίληψη στην επιστήμη και στις νομοθεσίες, διαβλέπει τον ουσιαστικό πυρήνα κάθε εγκλήματος σε ορισμένη πράξη, η οποία στρέφεται εναντίον έννομων αγαθών (του ατόμου ή της κοινωνικής ολότητας), που κρίνονται από το νομοθέτη ότι είναι άξια και έχουν ανάγκη από ποινική προστασία. Δηλαδή εναντίον έννομων αγαθών για την προστασία των οποίων κρίνεται ότι αρμόζει, ότι είναι αναγκαία και δυνατή η καταπολέμηση με τον ποινικό κολασμό των συντελεστών του αδίκου στην ανθρώπινη ψυχή.
Έτσι, το σκελετό όλου του συστήματος του Ποινικού Κώδικα αποτελούν ορισμένες πράξεις που περιγράφονται ειδικώς στο νόμο και αφορούν την προσβολή (βλάβη ή διακινδύνευση) ορισμένων έννομων αγαθών. Για το λόγο αυτό, ο Ποινικός Κώδικας στο ειδικό μέρος του ταξινομεί τα εγκλήματα σε ορισμένες ομάδες εν όψει του έννομου αγαθού, το οποίο κατά κύριο λόγο προσβάλλεται απ’ αυτά. Οι δε διάφορες ομάδες, που περιλαμβάνονται σε ξεχωριστά κεφάλαια, ταξινομούνται παραπέρα σε μια αλληλουχία μεταξύ τους και κυρίως έτσι ώστε να προτάσσονται τα εγκλήματα εναντίον έννομων αγαθών της κοινωνικής ολότητας και να επακολουθούν τα εγκλήματα κατά έννομων αγαθών του ατόμου.
1.3.2 Προσβολές του Πολιτεύματος
Γενικές παρατηρήσεις για τις προσβολές του πολιτεύματος
- Στο παρόν κεφάλαιο περιλαμβάνονται οι διατάξεις των άρθρ. 134 έως και 137Δ που αφορούν τις προσβολές του πολιτεύματος.
- Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τις παραπάνω διατάξεις είναι η εσωτερική υπόσταση του κράτους.
- Μερικά από τα εγκλήματα της κατηγορίας αυτής σε σπάνιες περιπτώσεις απασχόλησαν μέχρι σήμερα τη δικαιοσύνη.
- Οι αρχικές διατάξεις των άρθρ. 134, 135, 136 και 137 τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με νεότερες διατάξεις.
Με τα νεότερα αυτά νομοθετήματα διευρύνθηκε ο κύκλος των αξιόποινων πράξεων που αφορούν την εσχάτη προδοσία. Αυτό έγινε για να καλυφθούν και άλλες μορφές συμπεριφοράς που στρέφονται κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας. Έτσι παρέχεται ευρύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία στο δημοκρατικό μας πολίτευμα.
1.3.3 Προσβολές κατά της Πολιτειακής εξουσίας
Εγκλήματα που προσβάλλουν την πολιτειακή εξουσία
Σκοπός των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε αυτή την κατηγορία εγκλημάτων, είναι να διασφαλίσουν και να προστατεύσουν το κύρος της ελληνικής πολιτειακής εξουσίας, δηλαδή την αυθεντία της κρατικής εξουσίας από διάφορες προσβολές.
Τα εγκλήματα αυτά είναι:
- Η αντίσταση (άρθρ.167 Π.Κ.)
- Οι προσβολές κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρ.168 Π.Κ.)
- Η απείθεια (άρθρ.169 Π.Κ.)
- Η στάση (άρθρ.170 Π.Κ.)
- Η θρασύτητα κατά της αρχής (άρθρ.171 Π.Κ.)
- Η ελευθέρωση φυλακισμένου (άρθρ.172 Π.Κ.)
- Η απόδραση κρατουμένου (άρθρ.173 Π.Κ.)
- Η στάση κρατουμένων (174 Π.Κ.)
- Η αντιποίηση υπηρεσίας, στολής κλπ. (άρθρ.175, 176 Π.Κ.)
10. Η παραβίαση κατάσχεσης (άρθρ.177 Π.Κ.)
11. Η παραβίαση Σφραγίδων που έθεσε η αρχή (άρθρ.178 Π.Κ.)
12. Η παραβίαση φύλαξης της αρχής (άρθρ.179 Π.Κ.)
13. Η βλάβη επίσημων κοινοποιήσεων (άρθρ.180 Π.Κ.)
14. Η περιύβριση της αρχής και συμβόλων (άρθρ.181 Π.Κ.)
15. Η παραβίαση περιορισμών διαμονής (άρθρ.182 Π.Κ.)
Από τα παραπάνω αξίζει να αναφερθούμε ιδιαίτερα στα άρθρα 175 και 176 του Π.Κ.
1.3.3.1 Άρθρο 175 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«1. Όποιος με πρόθεση αντιποιείται την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας,
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
2. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την αντιποίηση της άσκησης δικηγορίας, καθώς επίσης και για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα».
1.3.3.2 Άρθρο 176 Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.)
«Όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί στολή ή άλλο διακριτικό σημείο δημόσιου, δημοτικού, κοινοτικού ή θρησκευτικού λειτουργού από εκείνους που αναφέρει η παρ. 2 του άρθρ. 175 ή παράσημο ή τίτλο που δεν δικαιούται να φέρει νόμιμα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή».
Όπως παρατηρείται παραπάνω, για την αντιποίηση γίνεται λόγος σε δύο άρθρα: πρώτον στο άρθρ. 175 που αναφέρεται στην αντιποίηση υπηρεσίας και δεύτερον στο άρθρ. 176 που προβλέπει την αντιποίηση στολής, παρασήμων, τίτλων κλπ. Για να υπάρξει, λοιπόν, αντιποίηση πρέπει να συντρέχουν τα εξής, κατά περίπτωση, στοιχεία:
Πρώτη περίπτωση (άρθρ. 175 Π.Κ.).
Δράστης αντιποίησης μπορεί να είναι ιδιώτης, ο οποίος αντιποιείται την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας κλπ. ή δημόσιος υπάλληλος, όταν εκτελεί έργα τα οποία δεν έχει δικαίωμα να εκτελέσει.
Νομικό αντικείμενο του εγκλήματος είναι το έννομο αγαθό της αυθεντίας του κράτους. Δηλαδή προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η κρατική οργάνωση εξουσίας.
Ο δράστης πρέπει να αντιποιηθεί την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή την άσκηση δικηγορίας ή την άσκηση υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα.
Αντιποίηση είναι η μη νόμιμη άσκηση κάποιας υπηρεσίας, ή δικηγορίας κλπ.
Ως λειτουργοί της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού θεωρούνται οι κληρικοί όλων των βαθμών (επίσκοποι, ιερείς, διάκονοι κλπ.).
Γνωστές θρησκείες στην Ελλάδα είναι π.χ. η Καθολική, η Ισραηλιτική, η Μουσουλμανική κλπ.
Για την ύπαρξη αντιποίησης δεν αρκεί μόνο να εμφανίζεται κάποιος παράνομα ως δημόσιος υπάλληλος, δικηγόρος ή θρησκευτικός λειτουργός, αλλά πρέπει και να ενεργεί πράξη που επιτρέπεται μόνο σε δημόσιο υπάλληλο κλπ., πράξη που να ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητας του υπαλλήλου, δικηγόρου ή θρησκευτικού λειτουργού. Δεν αρκεί π.χ. ο Α να δηλώσει ότι είναι αστυνομικός ενώ δεν είναι, αλλά πρέπει να εκτελέσει και καθήκοντα αστυνομικού (να ενεργήσει αστυνομικό έλεγχο, σύλληψη κλπ.)
Παραδείγματα: Κατά τη νομολογία, αντιποίηση διαπράττουν: 1) Ο υπάλληλος που άρχισε τα έργα του πριν ακόμη ορκιστεί ή συνεχίζει τα έργα του μολονότι έχει παυθεί προσωρινά ή έχει υποβιβαστεί ή μετατεθεί. 2) Ο ιερέας που δε διορίστηκε νόμιμα και πηγαίνει σε σπίτια με στολή κληρικού και απαγγέλλει εκκλησιαστικές ευχές. 3) Ο ιδιώτης ή ο υπάλληλος ιδιωτικής φύλαξης που ασκεί καθήκοντα αστυφύλακα, δικαστικού κλητήρα κλπ. 4) Ο γραμματέας της Εισαγγελίας που ασκεί τα καθήκοντα του ανακριτή, π.χ. εκδίδει κλήσεις προς τους μάρτυρες και τους εξετάζει.
Δε διαπράττουν αντιποίηση: 1) οι υπάλληλοι που βρίσκονται σε άδεια ή σε αργία και ασκούν υπηρεσία κατά το διάστημα της άδειας ή της αργίας τους, 2) Οι υπάλληλοι που υπερβαίνουν την κατά τόπο αρμοδιότητά τους 3) εκείνος που συντάσσει απλώς μήνυση 4) ο δημοσιογράφος ή ιδιωτικός αστυνομικός όταν κάνει έρευνα για τη βεβαίωση αν τελέστηκε ορισμένο έγκλημα χωρίς να εκτείνεται σε ενέργειες που επιτρέπονται μόνον σε υπάλληλο.
Δεύτερη περίπτωση (άρθρ. 176 Π.Κ.)
α. Δράστης του εγκλήματος της δεύτερης περίπτωσης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ιδιώτης ή δημόσιος υπάλληλος.
β. Ο δράστης πρέπει δημόσια και χωρίς δικαίωμα να φέρει τη στολή ή άλλο διακριτικό σημείο δημόσιου, δημοτικού ή κοινοτικού υπαλλήλου ή θρησκευτικού λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα ή παράσημο ή τίτλο τα οποία δε δικαιούται νόμιμα να φέρει.
Σημείωση: Στολή είναι η ειδική διακριτική ενδυμασία που καθορίζεται από το νόμο (π.χ. από τους κανονισμούς διαφόρων δημόσιων Υπηρεσιών και Σωμάτων) για να τη φέρουν διάφορες κατηγορίες δημόσιων, δημοτικών ή κοινοτικών υπαλλήλων ή θρησκευτικοί λειτουργοί, όπως π.χ. είναι οι αστυνομικοί, οι στρατιωτικοί, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος, οι δικαστικοί (την τήβεννο), οι κληρικοί τα ράσα κλπ.
Διακριτικό σημείο είναι το γνώρισμα εκείνο που σκοπό έχει να διακρίνει το δημόσιο υπάλληλο π.χ. τον αστυνομικό, το στρατιωτικό, τον πυροσβέστη, τον κληρικό κλπ. ως φορέα ορισμένης ιδιότητας. Τέτοια διακριτικά σημεία είναι εκείνα που φέρονται στο πηλήκιο ή στη στολή.
Παράσημο είναι η τιμητική διάκριση που απονέμεται από την ελληνική πολιτεία ή από ξένα κράτη και διεθνείς οργανισμούς όπως είναι τα μετάλλια, οι ταινίες κλπ.
Τέλος, τίτλος είναι διάκριση τιμητική που απονέμεται από την πολιτεία και αντιστοιχεί σε θέση ή λειτούργημα, όπως είναι του ακαδημαϊκού, του επίτιμου προέδρου Αρείου Πάγου, Αρχηγού Στρατού, Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας κλπ.
Ο τίτλος δεν πρέπει να αντίκειται στο άρθρ. 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «τίτλοι ευγένειας ή διάκρισης ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες».
γ. Όπως σημειώθηκε πιο πάνω, ο δράστης πρέπει να φέρει τη στολή, το παράσημο κλπ. δημόσια (σε δημόσιο τόπο ή σε δημόσια συνάθροιση). Επομένως, αν τα φέρει σε περιορισμένους κύκλους, π.χ. μέσα στο σπίτι του, που είναι όλοι οι οικείοι του, δεν διαπράττει αντιποίηση. Επίσης δε διαπράττει αντιποίηση εκείνος που φέρει τη στολή με σαφώς αναγνωρισμένο σκοπό μεταμφίεσης, όπως τις ημέρες των απόκρεω ή ως ηθοποιός πάνω στη σκηνή ή και έξω απ’ αυτή κατά την κινηματογράφηση έργου.
Ο όρος «χωρίς δικαίωμα» είναι στοιχείο θεμελίωσης του αδίκου. Επομένως, αν πλανιέται ως προς το δικαίωμα να φέρει στολή, διακριτικό σημείο, παράσημο κλπ. τότε έχουμε πλάνη περί του αδίκου χαρακτήρα της πράξης, η οποία κρίνεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 31 § 2 του Π.Κ..
δ. Απαιτείται δόλος (πρόθεση) του δράστη. Ο υπαίτιος πρέπει να γνωρίζει ότι δεν έχει δικαίωμα να φέρει δημόσια στολή, παράσημο κλπ. και να θέλει να τα φέρει (άμεσος δόλος). Αρκεί όμως και ο ενδεχόμενος δόλος.
Παραδείγματα: Κατά τη νομολογία, διαπράττει αντιποίηση ο ιδιώτης που φέρει στολή αστυφύλακα ή ανθυπολοχαγού ή ιερέα και περιφέρεται στους δρόμους ή φέρει παράσημο ή τίτλο, τα οποία δε δικαιούται νόμιμα να φέρει. Το αδίκημα αυτό διαπράττεται και από τον υπάλληλο ιδιωτικής φύλαξης που φέρει στολή υπαλλήλων της δημόσιας δύναμης (Αστυνομίας, Πυροσβεστικής, Λιμενικού κλπ.) καθώς και οποιοδήποτε διακριτικό ή εξάρτημα της στολής αυτής.
Αντιθέτως, εκείνος που φέρει στολή ή διακριτικό σημείο οποιουδήποτε άλλου προσώπου, εκτός από αυτά που αναφέραμε πιο πάνω, δε διαπράττει αντιποίηση. Έτσι π.χ. δε θεωρείται υπαίτιος αντιποίησης εκείνος ο οποίος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φέρει στολή θυρωρών μεγάλων ξενοδοχείων, εισπρακτόρων, οδηγών ή επιθεωρητών μεταφορικών μέσων, κλητήρων τραπεζών κλπ.
Συρροή με αντιποίηση υπηρεσίας, με απάτη ή κλοπή είναι δυνατή. Έτσι έχουμε συρροή αντιποίησης στολής και απάτης στην περίπτωση που ο δράστης φόρεσε στολή αστυφύλακα και ταξιδεύει δωρεάν ή με έκπτωση.
Το έγκλημα της αντιποίησης της δεύτερης περίπτωσης θεωρείται ολοκληρωμένο από τη στιγμή που ο δράστης δημόσια θα κάνει χρήση της στολής, του παρασήμου κλπ. Απόπειρα δεν είναι δυνατή.
Χαρακτηρισμός του εγκλήματος και ποινή: Η αντιποίηση στολής κλπ. είναι πλημμέλημα και τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.
Δίωξη του εγκλήματος: Η αντιποίηση στολής κλπ. διώκεται πάντοτε αυτεπαγγέλτως.
1.3.4 Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης
Έννοια δημόσιας τάξης: Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι αξιόποινες πράξεις που συνιστούν επιβουλή της δημόσιας τάξης. Εδώ, προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η δημόσια τάξη. Ως δημόσια τάξη νοείται το ομαδικό συναίσθημα ασφάλειας ή ηρεμίας που προσβάλλεται ή απειλείται από τα εγκλήματα που θα αναφερθούν στη συνέχεια (η ειρηνική διαβίωση των πολιτών, η εσωτερική ησυχία και γαλήνη της χώρας).
Όπως είναι γνωστό, όλα τα εγκλήματα διαταράσσουν τη δημόσια τάξη, όμως όταν διαπραχθούν προσβάλλουν συγχρόνως και δικαίωμα είτε φυσικού προσώπου (ανθρώπου) ,είτε της πολιτείας ,είτε νομικού προσώπου (Δήμου, Κοινότητας κλπ.). Ενώ τα εγκλήματα της κατηγορίας αυτής παραβιάζουν τη δημόσια τάξη στη γενική της έννοια, δηλαδή απειλούν το έννομο αγαθό της ειρήνης του λαού, χωρίς να προσβάλλουν ευθέως δικαίωμα συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου.
Με άλλα λόγια, τα εγκλήματα αυτά διαταράσσουν την κανονική πορεία της κοινωνικής συμβίωσης που απαιτεί την ησυχία και την ασφάλεια αυτών. Εντούτοις όμως και τα εγκλήματα αυτά ενέχουν (περικλείουν) το στοιχείο της παραβίασης και του δικαιώματος των φυσικών ή νομικών προσώπων, την επιβουλή εναντίον των προσώπων αυτών.
Τα εγκλήματα που συνιστούν επιβουλή της δημόσιας τάξης είναι τα εξής:
- 1. Η διέγερση σε απείθεια κατά των νόμων κλπ. (άρθρ. 183 Π.Κ.).
- 2. Η διέγερση σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος (άρθρ. 184 Π.Κ.).
- 3. Ο εγκωμιασμός διαπραχθέντος κακουργήματος (άρθρ.185 Π.Κ.).
- 4. Η πρόκληση και προσφορά για την εκτέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος (άρθρ.186 Π.Κ.).
- 5. Εγκληματική οργάνωση (άρθρ.187 Π.Κ.).
- 6. Τρομοκρατικές πράξεις (άρθρ.187 Α Π.Κ.).
- 7. Μέτρα επιείκειας (άρθρ.187 Β Π.Κ.).
- 8. Η συμμετοχή σε αθέμιτο σωματείο (άρθρ. 188 Π.Κ.).
- 9. Η διατάραξη της κοινής ειρήνης (άρθρ. 189 Π.Κ.).
10. Η διατάραξη της ειρήνης των πολιτών (άρθρ. 190 Π.Κ.).
11. Η διασπορά ψευδών ειδήσεων ή φημών (άρθρ. 191 Π.Κ.).
12. Η πρόκληση ή η διέγερση των πολιτών σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια (άρθρ.192 Π.Κ.).
13. Το έγκλημα σε κατάσταση υπαίτιας μέθης (άρθρ. 193 Π.Κ.).
14. Η πρόσκληση σε συνεισφορά για χρηματικές ποινές (άρθρ. 194 Π.Κ.).
15. Η κατάρτιση ένοπλης ομάδας (άρθρ. 195 Π.Κ.).
16. Η κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος (άρθρ. 196 Π.Κ.).
17. Η διατάραξη συνεδριάσεων (άρθρ. 197 Π.Κ.).
1.3.5 Επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης
Σκοπός των διατάξεων των άρθρων αυτών του Ποινικού Κώδικα, είναι η προστασία του έννομου αγαθού του θρησκευτικού αισθήματος και της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης των ανθρώπων που ζουν στην κοινωνία.
Τα εγκλήματα επιβουλής της θρησκευτικής ειρήνης έχουν ενδιαφέρον και με δεδομένη την πολυπολιτισμικότητα της χώρας μας με την είσοδο μεταναστών, έχουν απασχολήσει συχνά τις Αρχές.
Αυτά είναι τα εξής:
- 1. Η κακόβουλη βλασφημία (άρθρ. 198 Π.Κ.).
- 2. Η καθύβριση θρησκευμάτων (άρθρ. 199 Π.Κ.).
- 3. Η διατάραξη των θρησκευτικών συναθροίσεων (άρθρ. 200 Π.Κ.).
- 4. Η περιύβριση νεκρών (άρθρ. 201 Π.Κ.).
1.3.6 Εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα
Με τις διατάξεις των άρθρων αυτών του Π.Κ. (άρθρ. 207 έως 215 Π.Κ.)προστατεύεται το νόμισμα.
Νόμισμα είναι κυρίως το μεταλλικό από οποιοδήποτε μέταλλο και αν είναι κατασκευασμένο (π.χ. από χρυσό, άργυρο, χαλκό, νικέλιο κλπ.).Νόμισμα όμως είναι και το χαρτονόμισμα, το οποίο προστατεύεται όπως το μεταλλικό. Το νόμισμα, γενικά, για να εκπληρώσει την αποστολή του, απαιτεί να υπάρχει προς αυτό κοινή εμπιστοσύνη. Την ύπαρξη της εμπιστοσύνης αυτής διασφαλίζουν οι διατάξεις των άρθρων σχετικά με τη κατηγορία των εγκλημάτων αυτών. Ο νόμος προστατεύει το νόμισμα ανεξάρτητα αν είναι εγχώριο ή αλλοδαπό, γιατί και το αλλοδαπό νόμισμα διευκολύνει τις διεθνείς συναλλαγές.
Τα εγκλήματα που αφορούν το νόμισμα είναι τα εξής:
- 1. Η παραχάραξη (άρθρ. 207 Π.Κ.).
- 2. Η κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων (άρθρ. 208 Π.Κ.).
- 3. Ανώνυμο άρθρο (208 Α Π.Κ.).
- 4. Η κιβδηλεία (άρθρ. 209 Π.Κ.).
- 5. Η κυκλοφορία κίβδηλων νομισμάτων (άρθρ. 210 Π.Κ.).
- 6. Οι προπαρασκευαστικές πράξεις (άρθρ. 211 Π.Κ.).
- 7. Τραπεζογραμμάτια και άλλοι τίτλοι που εξομοιώνονται με αυτά (άρθρ. 214 Π.Κ.).
- 8. Η παράνομη έκδοση ανώνυμων ομολογιών (άρθρ. 215 Π.Κ.).
1.3.7 Εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα
Εδώ εξετάζονται τα εγκλήματα που στρέφονται κατά των εγγράφων. Οι σχετικές διατάξεις αποβλέπουν στην προστασία του υπομνήματος, δηλαδή του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου ενός γεγονότος που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Με άλλα λόγια, ο νομοθέτης θέλει να προστατεύσει τα έγγραφα από κάθε αλλοίωση και να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών, ώστε να μην κινδυνεύουν έννομα συμφέροντα των πολιτών και έτσι κλονίζεται η πίστη αυτών προς την γνησιότητα των εγγράφων. Να μη διασαλεύεται, με άλλα λόγια, η δημόσια πίστη.
Τα εγκλήματα τα σχετικά με τα υπομνήματα είναι:
- 1. Η πλαστογραφία (άρθρ. 216 Π.Κ.).
- 2. Η πλαστογραφία πιστοποιητικών (άρθρ. 217 Π.Κ.).
- 3. Η πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων (άρθρ. 218 Π.Κ.).
- 4. Η υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης (άρθρ. 220 Π.Κ.).
- 5. Οι ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις (άρθρ. 221 Π.Κ.).
- 6. Η υπεξαγωγή εγγράφων (άρθρ. 222 Π.Κ.).
- 7. Η μετακίνηση οροσήμων (άρθρ. 223 Π.Κ.).
Παρατήρηση: Οι περιπτώσεις των εγκλημάτων 1, 2 και 3 αφορούν την υλική πλαστογραφία που συνίσταται στη δημιουργία από την αρχή πλαστού εγγράφου ή στη νόθευση εγγράφου με μεταβολή της έννοιάς του.
Οι περιπτώσεις 4 και 5 αφορούν στη διανοητική πλαστογραφία. Εδώ το έγγραφο πλαστογραφείται στην ουσία του και προσδίδεται σ’ αυτό αναληθές περιεχόμενο.
Ξεχωριστή περίπτωση διανοητικής πλαστογραφίας προβλέπει και το άρθρ. 242 Π.Κ. (ψευδής βεβαίωση, νόθευση κλπ.). Συγγενή δε προς το άρθρ. 242 εγκλήματα είναι: α) το παραπάνω στο έγκλημα, δηλαδή η υπεξαγωγή εγγράφων (άρθρ. 222 Π.Κ.) και β) η υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης (άρθρ. 220 Π.Κ.).
Η περίπτωση 7 αναφέρεται στη μετακίνηση οροσήμων και περιέχει τυπική περίπτωση πλαστογραφίας σημείων που είναι προορισμένα από την αρχή να αποδείξουν γεγονός που έχει έννομη σημασία.
Ο Ποινικός Κώδικας, σε αντίθεση με τον παλαιό ποινικό νόμο, δεν κάνει διάκριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών εγγράφων, που όλα προστατεύονται το ίδιο από το άρθρ. 216 του Π.Κ.
Όταν για την κατάρτιση ή την ολοκλήρωση του εγγράφου απαιτείται και η επίθεση της σφραγίδας της αρχής, εκτός από την υπογραφή του υπαλλήλου που φαίνεται ως εκδότης, η χρησιμοποίηση ψεύτικης σφραγίδας ή της γνήσιας που πάρθηκε παράνομα συνιστά το έγκλημα της πλαστογραφίας που προβλέπεται από το άρθρ. 216 παρ. 1 του Π.Κ. (κατάρτιση πλαστού εγγράφου).
1.3.8 Εγκλήματα σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης
Ο ύψιστος σκοπός της ποινικής δίκης είναι η ανεύρεση της ουσιαστικής, πραγματικής αλήθειας. Με τις διατάξεις του κεφαλαίου τούτου επιδιώκεται η εξουδετέρωση όλων εκείνων που επιδιώκουν να συσκοτίσουν την αλήθεια και να δυσχεράνουν ή να παρακωλύσουν την απονομή της δικαιοσύνης. Τα πρόσωπα αυτά είναι κυρίως οι μάρτυρες, οι παθόντες, οι πραγματογνώμονες, οι διερμηνείς κλπ.
Τα εγκλήματα που είναι σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης είναι:
- 1. Η ψευδορκία (άρθρ. 224 Π.Κ.).
- 2. Η ψευδής ανωμοτί κατάθεση (άρθρ. 225 Π.Κ.).
- 3. Η ψευδορκία κλπ. πραγματογνώμονα και διερμηνέα (άρθρ. 226 Π.Κ.).
- 4. Η παραπλάνηση σε ψευδορκία (άρθρ. 228 Π.Κ.).
- 5. Η ψευδής καταμήνυση (άρθρ. 229, 230 Π.Κ.).
- 6. Η υπόθαλψη εγκληματία (άρθρ. 231 Π.Κ.).
- 7. Η παρασιώπηση εγκλημάτων (άρθρ. 232 Π.Κ.).
- 8. Η μη συμμόρφωση σε προσωρινή δικαστική διαταγή. (άρθρ. 232 Α Π.Κ.).
- 9. Η απιστία δικηγόρων (άρθρ. 233 Π.Κ.).
10. Η παραβίαση μυστικότητας δικαστικών συνεδριάσεων (άρθρ. 234 Π.Κ.).
1.3.9 Εγκλήματα σχετικά με την Υπηρεσία
Το παρόν κεφάλαιο είναι από τα πιο σημαντικά τμήματα τον ειδικού μέρους του Π.Κ. τόσο λόγω της αποστολής του, όσο και λόγω της συχνής εφαρμογής του στην πράξη. Περιλαμβάνονται, επίσης, τα εγκλήματα που έχουν σχέση με την υπηρεσία. Δηλαδή ορισμένα εγκλήματα που διαπράττονται μόνο από πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου.
Η έννοια αυτή του υπαλλήλου έχει διευρυνθεί με το Ν.Δ.(νομοθετικό διάταγμα) 1234/1972 (Φ.Ε.Κ. 162, τ. Α), με το οποίο τροποποιήθηκαν τα άρθρ. 235 και 236 του Π.Κ. και προστέθηκε σ’ αυτόν το άρθρ. 263α. Νέα διεύρυνση της έννοιας του υπαλλήλου έγινε με το άρθρ. 4 παρ. 4 του Ν. 1738/1987 με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρ. 263α Π.Κ. Κατά τις διατάξεις αυτές, θεωρούνται ως υπάλληλοι, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρ. 13, α’, οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα: α) σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο κράτος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και που εξυπηρετούν με αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή την παροχή στο κοινό νερού, φωτισμού, θερμότητας, κινητήριας δύναμης ή μέσων συγκοινωνίας ή επικοινωνίας ή μαζικής ενημέρωσης β) σε Τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους γ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου και από νομικά πρόσωπα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια, εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκησή τους ή, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία, στο κεφάλαιο της ή τα ιδρυμένα αυτά νομικά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης δ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου ή από τις πιο πάνω Τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις. Επομένως, σήμερα όλοι όσοι θεωρούνται κατά τα ανωτέρω ως υπάλληλοι μπορούν να καταστούν ένοχοι: δωροληψίας, κατάχρησης εξουσίας, κλπ. Τα εγκλήματα που διαπράττουν όλοι όσοι θεωρούνται υπάλληλοι ονομάζονται ιδιαίτερα εγκλήματα .Με την τέλεση των αξιόποινων αυτών πράξεων προσβάλλεται το ιδιαίτερο καθήκον που απορρέει από τη δημόσια υπηρεσία.
Παρατήρηση: Για να υπάρξει ευνομούμενη πολιτεία, κράτος δικαίου με οργάνωση και πειθαρχία, απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι υπάλληλοι γενικά, τα κρατικά όργανα, να εκτελούν τα καθήκοντά τους με πίστη, τιμιότητα, ευσυνειδησία και αξιοπρέπεια. Όπως είναι γνωστό, οι υπάλληλοι διαχειρίζονται τις υποθέσεις και τα χρήματα του Κράτους, αλλά και πολλά από τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των πολιτών εξαρτώνται απ’ αυτούς, αφού η πολιτεία τους έχει περιβάλει με εξουσία. Επομένως, πρέπει να είναι συνεπείς και να υπακούουν στο Σύνταγμα και τους Νόμους του κράτους και να εκτελούν τίμια και ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους, ώστε να έχουν την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Τα εγκλήματα τα σχετικά με την υπηρεσία είναι:
- 1. Η παθητική Δωροδοκία (άρθρ. 235 Π.Κ.).
- 2. Η ενεργητική Δωροδοκία (άρθρ.236 Π.Κ.).
- 3. Η δωροδοκία δικαστή (άρθρ. 237 Π.Κ.).
- 4. Η κατάχρηση εξουσίας (άρθρ. 239 Π.Κ.) .
- 5. Οι παραβάσεις στην εκτέλεση των ποινών (άρθρ. 240 Π.Κ.).
- 6. Η παραβίαση οικιακού ασύλου (άρθρ. 241 Π.Κ.) .
- 7. Η ψευδής βεβαίωση, νόθευση κλπ. (άρθρ. 242 Π.Κ.) .
- 8. Η παράλειψη βεβαίωσης ταυτότητας (άρθρ. 243 Π.Κ.).
- 9. Η καταπίεση (άρθρ. 244, 245, 246 Π.Κ.) .
10. Η απεργία δημόσιων υπαλλήλων (άρθρ. 247 Π.Κ.) .
11. Οι παραβάσεις των ταχυδρομικών υπαλλήλων (άρθρ. 248 Π.Κ.) .
12. Οι παραβάσεις των τηλεγραφικών υπαλλήλων (άρθρ. 249 Π.Κ.) .
13. Οι παραβάσεις των τηλεφωνικών υπαλλήλων (άρθρ. 250 Π.Κ.).
14. Η παραβίαση του δικαστικού απορρήτου (άρθρ. 251 Π.Κ.).
15. Η παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου (άρθρ. 252, 253 Π.Κ.) .
16. Η αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης (άρθρ. 254 Π.Κ.) .
17. Η αθέμιτη συμμετοχή (άρθρ. 255 Π.Κ.).
18. Η απιστία η σχετική με την υπηρεσία (άρθρ. 256 Π.Κ.) .
19. Η εκμετάλλευση εμπιστευμένων πραγμάτων (άρθρ. 257 Π.Κ.) .
20. Η υπεξαίρεση στην υπηρεσία (άρθρ. 258 Π.Κ.).
21. Η παράβαση καθήκοντος (άρθρ. 259 Π.Κ.).
22. Η ανυποταξία σε πολιτική αρχή (άρθρ. 260 Π.Κ.).
23. Η παρότρυνση υφισταμένων και η ανοχή (άρθρ. 261 Π.Κ.).
1.3.10 Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα
Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα είναι εκείνα από τα οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος, δηλαδή κίνδυνος όχι κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ενός ορισμένου προσώπου ή κατά της ιδιοκτησίας ενός ορισμένου ατόμου, αλλά κίνδυνος κατά της κοινωνικής ολότητας. Με άλλα λόγια, κίνδυνος κατά της περιουσίας διαφόρων ιδιοκτητών ή κίνδυνος κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας περισσότερων προσώπων ή έστω και ενός μόνον οποιουδήποτε προσώπου, μη ορισμένου, δηλαδή, εκ των προτέρων. Ο κίνδυνος αυτός επέρχεται συνήθως από τη δύναμη της φωτιάς, την τάση των εκρηκτικών υλών για εξάπλωση, τη δύναμη του νερού, του ατμού, του ηλεκτρισμού και γενικά των θερμαντικών και κινητηρίων δυνάμεων, της βαρύτητας κλπ.
Τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα ανήκουν στην κατηγορία των εγκλημάτων διακινδύνευσης (αφηρημένης ή συγκεκριμένης). Από τα εγκλήματα της κατηγορίας αυτής, εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης είναι τα εγκλήματα των άρθρ. 265 (εμπρησμός σε δάση), άρθρ. 279, 280 (δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων),άρθρ. 281 (νοθεία τροφίμων), άρθρ. 282 (δηλητηρίαση της νομής ζώων), άρθρ. 283 (διάδοση ασθένειας ζώων), άρθρ. 284 (παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών) και άρθρ. 285 (παραβίαση των κανόνων της οικοδομικής). Τα υπόλοιπα εγκλήματα της κατηγορίας αυτής είναι συγκεκριμένης διακινδύνευσης, όπως π.χ. ο εμπρησμός, η πλημμύρα, η έκρηξη κ.α.
Παρατηρήσεις :
- Στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης τιμωρείται η επικίνδυνη διαγωγή του δράστη, χωρίς να εξετάζεται αν προέκυψε ή όχι κίνδυνος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Για το λόγο αυτό ο κίνδυνος δεν περιλαμβάνεται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ούτε στο δόλο του δράστη και δεν απαιτείται να αποδειχθεί.
- Στα εγκλήματα όμως συγκεκριμένης διακινδύνευσης προϋπόθεση του αξιοποίνου αποτελεί η διαπίστωση του κινδύνου. Ο κίνδυνος εδώ περιλαμβάνεται στην αντικειμενική υπόσταση και πρέπει όχι μόνον να αποδειχθεί, αλλά και να περιλαμβάνεται στο δόλο του δράστη.
- Προστατευόμενα έννομα αγαθά από τις διατάξεις του εξεταζόμενου κεφαλαίου μπορεί να είναι η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η περιουσία κλπ. Ωστόσο τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα δεν κατατάσσονται στις αντίστοιχες κατηγορίες εγκλημάτων (π.χ. κατά της ζωής, ιδιοκτησίας κλπ.), γιατί στα εγκλήματα αυτά (τα επικίνδυνα) προέχει ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της πράξης ως επικίνδυνης, που μπορεί δηλαδή να προκαλέσει βλάβη έννομων αγαθών ενός ή και περισσότερων προσώπων.
- Τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα είναι:
1.Εμπρησμός (άρθρ.264 Π.Κ.).
2.Εμπρησμός σε δάση (άρθρ. 265 Π.Κ.).
3.Εμπρησμός από αμέλεια (άρθρ.266,267 Π.Κ.).
4.Πλημμύρα (άρθρ. 268, 269 Π.Κ.).
5.Έκρηξη (άρθρ.270,271 Π.Κ.).
6. Παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες (άρθρ.272 Π.Κ.).
7.Κοινώς επικίνδυνη βλάβη (άρθρ.273,274 Π.Κ.).
8.Άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων (άρθρ.275,276 Π.Κ.).
9.Πρόκληση ναυαγίου (άρθρ.277,278 Π.Κ.).
10.Δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων (άρθρ.279, 280 Π.Κ.).
11.Νοθεία τροφίμων(άρθρ.281 Π.Κ.).
12.Δηλητηρίαση της νομής των ζώων (άρθρ.282 Π.Κ.).
13.Διάδοση ασθένειας ζώων (άρθρ.283 Π.Κ.).
14.Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών (άρθρ.284 Π.Κ.).
15.Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη επιζωοτιών (άρθρ.285 Π.Κ.).
16.Παραβίαση των νόμων της οικοδομικής (άρθρ.286 Π.Κ.).
17.Παραβίαση συμβάσεων προμήθειας (άρθρ. 287 Π.Κ.).
18.Παρεμπόδιση αποτροπής κοινού κινδύνου και παράλειψη οφειλόμενης βοήθειας.(άρθρ.288 Π.Κ.).
19.Γενική διάταξη (άρθρ.289 Π.Κ.).
1.3.11 Εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών και κατά των κοινωφελών εγκαταστάσεων
Τα εγκλήματα του παρόντος κεφαλαίου αποτελούν άλλη κατηγορία κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων που στρέφονται κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών και κατά των κοινωφελών εγκαταστάσεων. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα με τα εγκλήματα της προηγούμενης κατηγορίας (άρθρ. 264 έως 289) έχουν τον ιδιαιτέρως επικίνδυνο χαρακτήρα που εκδηλώνεται κυρίως στο ότι από τα εγκλήματα αυτά μπορεί να προκύψει κίνδυνος γενικότερος που αφορά όχι μόνο ένα πρόσωπο, αλλά μεγαλύτερο αριθμό προσώπων που δεν μπορούν να καθοριστούν σε έκταση από πριν. Εντούτοις, λόγω του ότι τα εγκλήματα του εξεταζόμενου κεφαλαίου συνδέονται στενότερα μεταξύ τους, (εξαιτίας της ειδικότερης κατεύθυνσης εναντίον της ασφάλειας των συγκοινωνιών που αποτελούν μια ευαίσθητη κατηγορία των κρίσιμων υποδομών), προκρίθηκε η κατάταξή τους σε ξεχωριστή κατηγορία εγκλημάτων.
Τα εγκλήματα που περιλαμβάνονται στο παρόν κεφάλαιο είναι τα εξής:
- 1. Η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών (άρθρ. 290 Π.Κ.).
- 2. Η διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών (άρθρ. 291 Π.Κ.).
- 3. Η παρακώλυση συγκοινωνιών (άρθρ. 292 Π.Κ.).
- 4. Η παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων (άρθρ. 293 Π.Κ.).
- 5. Η παύση εργασίας (άρθρ. 294 Π.Κ.).
- 6. Η πρόκληση κοινής ανάγκης (άρθρ. 295 Π.Κ.).
- 7. Η παρακώλυση προμήθειας ψωμιού (άρθρ. 296 Π.Κ.).
- 8. Η έκθεση πλοίου σε κίνδυνο με διενέργεια λαθρεμπορίου (άρθρ. 297 Π.Κ).
1.3.12 Εγκλήματα κατά της ζωής
Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα εγκλήματα κατά της ζωής. Δηλαδή οι πράξεις εκείνες και παραλείψεις των ανθρώπων, οι οποίες είτε καταστρέφουν τη ζωή ενός ανθρώπου, είτε θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξη αυτής.
Τα εγκλήματα κατά της ζωής είναι τα εξής:
- 1. Η ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθρ. 299 Π.Κ.).
- 2. Η ανθρωποκτονία με συναίνεση (άρθρ. 300 Π.Κ.).
- 3. Η συμμετοχή σε αυτοκτονία (άρθρ. 301 Π.Κ.).
- 4. Η ανθρωποκτονία από αμέλεια (άρθρ. 302 Π.Κ.).
- 5. Η παιδοκτονία (άρθρ. 303 Π.Κ.).
- 6. Η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (άρθρ. 304, 304Α και 305 Π.Κ.).
- 7. Η έκθεση (άρθρ. 306 Π.Κ.).
- 8. Η παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής (άρθρ. 307 Π.Κ.).
Προστατευόμενο έννομο αγαθό των διατάξεων των άρθρων της κατηγορίας αυτής του Π.Κ. είναι το πολυτιμότερο όλων ,δηλαδή η ζωή του ανθρώπου.
Από τις παραπάνω περιπτώσεις οι (1-5) συνίστανται στην καταστροφή της ζωής, η (6) στην καταστροφή της ζωής του εμβρύου που βρίσκεται στην κοιλιά της μητέρας και οι (7) και (8) συνιστούν διακινδύνευση της ζωής.
1.3.13 Σωματικές βλάβες
Ο Ποινικός μας Κώδικας με τις διατάξεις των άρθρων της κατηγορίας των εγκλημάτων αυτών, για τις σωματικές βλάβες, προστατεύει τη σωματική ακεραιότητα και την υγεία του ανθρώπου.
Ο νόμος διακρίνει τα εξής τέσσερα είδη σωματικών βλαβών:
- 1. Την απλή και την απρόκλητη σωματική βλάβη (άρθρ. 308, 308Α Π.Κ.).
- 2. Την επικίνδυνη σωματική βλάβη (άρθρ. 309 Π.Κ.).
- 3. Τη βαριά σωματική βλάβη (άρθρ. 310 Π.Κ.).
- 4. Τη θανατηφόρα βλάβη (άρθρ. 311 Π.Κ.).
Ο Ποινικός μας Κώδικας χαρακτηρίζει ως ιδιώνυμα εγκλήματα σωματικών βλαβών:
- 1. Τη σωματική βλάβη ανηλίκων κλπ. (άρθρ. 312 Π.Κ.).
- 2. Τη συμπλοκή (άρθρ. 313 Π.Κ.).
Όλες οι παραπάνω σωματικές βλάβες τιμωρούνται, όταν διαπράττονται με πρόθεση, δηλαδή με δόλο.
Τέλος, υπάρχει και η σωματική βλάβη από αμέλεια (άρθρ. 314, 315, 315Α Π.Κ.), την οποία ο Ποινικός Κώδικας τιμωρεί αδιακρίτως του είδους της, είτε δηλαδή αυτή είναι απλή ή επικίνδυνη ή βαριά.
1.3.14 Εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας
Με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου προστατεύεται ένα υπέρτατο και πολυτιμότατο αγαθό, η προσωπική ελευθερία του ανθρώπου.
Η προσωπική ελευθερία συνίσταται στην ευχέρεια του ατόμου να προσδιορίζει μόνο του τις φυσικές και πνευματικές κινήσεις του και τη θέση του, χωρίς να του παρεμβάλλεται κανένα εμπόδιο ούτε να του ασκείται καμιά πίεση.
Τα εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας είναι τα ακόλουθα:
- 1. Η αρπαγή (άρθρ. 322 Π.Κ.).
- 2. Η εμπορία δούλων (άρθρ. 323 Π.Κ.).
- 3. Η εμπορία ανθρώπων (άρθρ.323 Α Π.Κ.).
- 4. Η αρπαγή ανηλίκων (άρθρ. 324 Π.Κ.).
- 5. Η παράνομη κατακράτηση (άρθρ. 325 Π.Κ.).
- 6. Η κατακράτηση παρά το Σύνταγμα (άρθρ. 326 Π.Κ.).
- 7. Η ακούσια απαγωγή (άρθρ. 327 Π.Κ.).
- 8. Η εκούσια απαγωγή (άρθρ. 328 Π.Κ.).
- 9. Η παράνομη βία (άρθρ. 330 Π.Κ.).
10. Η αυτοδικία (άρθρ. 331 Π.Κ.).
11. Ο εξαναγκασμός σε παύση εργασίας (άρθρ. 332 Π.Κ.).
12. Η απειλή (άρθρ. 333 Π.Κ.).
13. Η διατάραξη οικιακής ειρήνης (άρθρ. 334 Π.Κ.).
14. Η απατηλή διέγερση σε μετανάστευση (άρθρ. 335 Π.Κ.).
Παρατηρήσεις
- Η αρπαγή, η ακούσια απαγωγή, η παράνομη κατακράτηση, η κατακράτηση παρά το Σύνταγμα, η απειλή και η διατάραξη οικιακής ειρήνης προσβάλλουν την ελευθερία της κίνησης και της διαμονής του ατόμου σε ορισμένο τόπο, καθώς και την αδιατάρακτη διαβίωση αυτού.
- Η παράνομη βία, ο εξαναγκασμός σε παύση εργασίας και η απατηλή διέγερση για μετανάστευση προσβάλλουν την ελευθερία του ατόμου στο να πράττει ή να μην πράττει αυτό που θέλει, καθώς και την ελευθερία εργασίας.
- Η εκούσια απαγωγή και η αρπαγή των ανηλίκων θίγουν το δικαίωμα των προσώπων εκείνων που κατά το νόμο δικαιούνται να μεριμνήσουν για το πρόσωπο του ανηλίκου.
- Τέλος, η αυτοδικία προσβάλλει την έννομη τάξη στην Πολιτεία.
1.3.15 Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής
Έχει γίνει σήμερα κοινωνικά αποδεκτό, σε μεγάλη έκταση, ότι τα σεξουαλικά εγκλήματα δεν προσβάλλουν τα ήθη, την κοινωνική ηθική, αλλά την προσωπική αξιοπρέπεια και ελευθερία στην ειδική έκφρασή της, που μπορεί να αποδοθεί με τον όρο «γενετήσια ελευθερία». Για το λόγο αυτό, ο τίτλος της κατηγορίας αυτής των εγκλημάτων άλλαξε και από «εγκλήματα κατά των ηθών» έγινε «εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής».
Με την αλλαγή αυτή τοποθετείται σε νέο δογματικό βάθρο η κοινωνική αντίληψη που διέπει την ποινική προστασία από τα σεξουαλικά εγκλήματα. Η γενετήσια ελευθερία αναλύεται σε δύο ειδικότερα-δικαιώματα:
- 1. Στο δικαίωμά ελεύθερης επιλογής ερωτικού συντρόφου.
- 2. Στο δικαίωμα επιλογής της χρονικής στιγμής που θέλει κάποιος να έχει με τον ερωτικό του σύντροφο, ερωτικό διάλογο.
Έχει ακόμα γίνει κοινωνικά αποδεκτό, ότι ο εξαναγκασμός με τη βία σε συνουσία και ο εξαναγκασμός με τη βία σε άλλη σεξουαλική πράξη αποτελούν και τα δύο εγκλήματα με τον ίδιο βαθμό απαξίας. Δηλαδή, η πράξη έχει την ίδια βαρύτητα, είτε ο δράστης χρησιμοποιεί σωματική βία και εξαναγκάζει γυναίκα σε συνουσία εξώγαμη, είτε χρησιμοποιεί σωματική βία και εξαναγκάζει άνδρα σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης. Επίσης, η εγκληματολογική παρατήρηση έχει δείξει ότι η περίπτωση του «ομαδικού βιασμού» αποτελεί πράξη εντονότατα αποκρουστική που πρέπει να διακριθεί σε απαξία από τον απλό βιασμό. Ο ομαδικός βιασμός αποτελεί τον έσχατο εξευτελισμό του θύματος. Με άλλα λόγια, μεταβάλλει το θύμα σε «δοχείο ηδονής» και γι’ αυτό ταπεινώνει την ανθρώπινη αξία. Ο ομαδικός βιασμός είναι περίσταση τόσο ακραία, ώστε πρέπει να αντιμετωπίζεται ως βαρύτατη μορφή βιασμού που δικαιολογεί αυστηρότερη μεταχείριση των δραστών.
Έτσι τα αναφερόμενα σήμερα στο κεφάλαιο αυτό εγκλήματα είναι:
- 1. Ο βιασμός (άρθρ. 336 Π.Κ.).
- 2. Η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρ. 337 Π.Κ.).
- 3. Η κατάχρηση σε ασέλγεια (άρθρ. 338 Π.Κ.).
- 4. Η αποπλάνηση παιδιών (άρθρ. 339 Π.Κ.).
- 5. Η απατηλή επίτευξη συνουσίας (άρθρ. 341 Π.Κ.).
- 6. Η κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια (άρθρ. 342 Π.Κ.).
- 7. Η ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας (άρθρ. 343 Π.Κ.).
- 8. Η αιμομιξία (άρθρ. 345 Π.Κ.).
- 9. Η ασέλγεια μεταξύ συγγενών (άρθρ. 346 Π.Κ.).
10. Η παρά φύση ασέλγεια (άρθρ. 347 Π.Κ.).
11. Η διευκόλυνση ακολασίας άλλων (άρθρ. 348 Π.Κ.).
12. Πορνογραφία ανηλίκων (άρθρ.348 Α Π.Κ.).
13. Η μαστροπεία (349 Π.Κ.).
14. Η εκμετάλλευση πόρνης (άρθρ. 350 Π.Κ.).
15. Η σωματεμπορία (άρθρ. 351 Π.Κ.).
16. Ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής (άρθρ.351 Α Π.Κ.).
17. Η πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις (άρθρ. 353 Π.Κ.).
1.3.16 Εγκλήματα σχετικά με το γάμο και την οικογένεια
Με τις διατάξεις των άρθρων που προσδιορίζουν τα εγκλήματα της κατηγορίας αυτής επιδιώκεται αφενός η προστασία της οικογενειακής τάξης και του αγνού οικογενειακού βίου και αφετέρου η προστασία του θεσμού της μονογαμίας. Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι ο γάμος και η οικογένεια.
Τα σχετικά με το γάμο και την οικογένεια εγκλήματα είναι τα εξής:
- 1. Η διατάραξη της οικογενειακής τάξης (άρθρ. 354 Π.Κ.).
- 2. Η απάτη η σχετική με το γάμο (άρθρ. 355 Π.Κ.).
- 3. Η διγαμία (άρθρ. 356 Π.Κ.).
- 4. Η μοιχεία (άρθρ. 357 Π.Κ.) που καταργήθηκε.
- 5. Η παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή (άρθρ. 358 Π.Κ.).
- 6. Η εγκατάλειψη εγκύου (άρθρ. 359 Π.Κ.).
- 7. Η παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου (άρθρ. 360 Π.Κ.).
1.3.17 Εγκλήματα κατά της τιμής
Με τις διατάξεις αυτές ο Ποινικός Κώδικας θέλει να προστατεύσει την τιμή και την υπόληψη του προσώπου.
Τιμή είναι η αξία της προσωπικότητας από την άποψη του δικαίου, δηλαδή της ηθικής και της κοινωνικής εκτίμησης και κατά συνέπεια η αξίωση του ατόμου για σεβασμό της προσωπικότητας από τους άλλους ως ηθικοκοινωνικής οντότητας. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι τιμή είναι το αγαθό, δηλαδή η εκτίμηση που θεμελιώνεται επάνω στην ηθική αξία του προσώπου και σχετίζεται με την ηθική και νομική συμπεριφορά και με τα καθήκοντά του.
Υπόληψη είναι η εκτίμηση που θεμελιώνεται επάνω στην κοινωνική αξία του ανθρώπου, η οποία αποκτάται δυνάμει των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων. Έτσι π.χ. αν ισχυριστώ ή διαδώσω ενώπιον τρίτου ότι ο Α φύλακας δεν ξέρει να κάνει σωστά τη δουλειά του, προσβάλλω την υπόληψή του.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η μεν τιμή θεμελιώνεται επάνω στην ηθική αξία του προσώπου, η δε υπόληψη επάνω στην κοινωνική αξία αυτού.
Φορέας του προστατευόμενου έννομου αγαθού της τιμής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο που είναι στη ζωή ανεξάρτητα από την ηλικία και την πνευματική του κατάσταση. Δεν είναι φορείς εκείνοι που έχουν πεθάνει. Για τη μνήμη αυτών προνοούν ειδικές διατάξεις (άρθρ. 201 και 365 Π.Κ. περιύβριση νεκρού και προσβολή της μνήμης νεκρού). Προς τον πεθαμένο εξομοιώνεται και εκείνος που κηρύχτηκε άφαντος (άρθρ. 40 και επ. Α.Κ.).
Προσβολή της τιμής νομικού προσώπου (Δήμου, Κοινότητας, Πανεπιστημίου κλπ.) δεν προβλέπεται, εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά στο νόμο.
Ο Ποινικός Κώδικας διακρίνει ως βασικά εγκλήματα κατά της τιμής:
- 1. Την εξύβριση (άρθρ. 361 Π.Κ.).
- 2. Την απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση (άρθρ. 361Α Π.Κ.).
- 3. Τη δυσφήμηση (άρθρ. 362 Π.Κ.).
- 4. Τη συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρ. 363 Π.Κ.).
Με ειδικές διατάξεις προβλέπονται ακόμη: α) η δυσφήμηση ανώνυμης εταιρίας (άρθρ. 364 Π.Κ.) και β) η προσβολή της μνήμης νεκρού (άρθρ. 365 Π.Κ.).
1.3.18 Παραβίαση απορρήτων
Σύμφωνα με το άρθρ. 19 του Συντάγματος 1975/1986, το απόρρητο των επιστολών και της με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας είναι απολύτως απαραβίαστο.
Η παραβίαση των απορρήτων αποτελεί αντικείμενο προστασίας και άλλων ποινικών διατάξεων του ποινικού κώδικα: 1) Άρθρ. 146-147 (Τιμωρείται η παραβίαση των απορρήτων της πολιτείας ως προδοσία της χώρας). 2) Άρθρ. 163 (Τιμωρείται η παραβίαση του απορρήτου της ψηφοφορίας). 3) Άρθρ. 248-250 και 252. (Τιμωρείται η παραβίαση του υπηρεσιακού απορρήτου ως έγκλημα σχετικό με την υπηρεσία). 4) Άρθρ. 251. (Τιμωρείται η παραβίαση του δικαστικού απορρήτου). Σε αυτήν όμως την κατηγορία εξετάζεται η παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου. Προστατευόμενο έννομο αγαθό από τις διατάξεις του εξεταζόμενου κεφαλαίου είναι το απόρρητο. Ως απόρρητο νοείται το γεγονός που είναι γνωστό σε περιορισμένο μόνο κύκλο προσώπων, τα οποία ή επιθυμούν ή έχουν συμφέρον να παραμείνει τούτο γνωστό μόνο σ’ αυτά. Αρχικά ο Ποινικός Κώδικας με τα άρθρ. 370 και 371 κάλυπτε, αντίστοιχα, την παραβίαση του απορρήτου των επιστολών και την παραβίαση της επαγγελματικής εχεμύθειας. Αργότερα, με το Νόμο 1291/4-10-1982 (ΦΕΚ 122, τ. Ά) προστέθηκε άρθρ. 370Α, με το οποίο τιμωρείται και η παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας. Στη συνέχεια του παραπάνω Νόμου εκδόθηκε πρόσφατα και ο Ν. 1805/31-8-1988 (ΦΕΚ 199, τ. Ά), ο οποίος αφορά τον εκσυγχρονισμό του θεσμού του ποινικού μητρώου, την τροποποίηση ορισμένων ποινικών διατάξεων και τη ρύθμιση άλλων θεμάτων. Στην συνέχεια αντικαταστάθηκε εκ νέου με τη παρ. 8 του άρθρ. 6 του Ν. 3090/2002 (ΦΕΚ 329,τ.Ά). Με το άρθρ. 3 του Ν. 1805/1988, μετά το άρθρ. 370Α του Π.Κ., προστέθηκε νέο άρθρ. με τον αριθμό 370Β, το οποίο αφορά την παραβίαση στοιχείων ή προγραμμάτων υπολογιστών κλπ. Με το άρθρ. 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε στη συνέχεια, μετά το πιο πάνω άρθρ. 370Β, και άλλο νέο άρθρο με τον αριθμό 370Γ, που αφορά την αντιγραφή ή χρησιμοποίηση προγραμμάτων υπολογιστών και την πρόσβαση σε στοιχεία υπολογιστών κλπ. χωρίς δικαίωμα.
1.3.19 Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας
Ο Ποινικός μας Κώδικας προβλέπει τα εγκλήματα που προσβάλλουν την ξένη ιδιοκτησία, δηλαδή το δικαίωμα της κυριότητας του προσώπου πάνω σε ατομικώς ορισμένο πράγμα. Προστατευόμενο έννομο αγαθό από τις διατάξεις του εξεταζόμενου κεφαλαίου είναι η ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία, ως έννοια, εξατομικεύεται σε πράγματα, χωρίς να εξετάζεται η χρηματική αξία τους. Επομένως, στην κυριότητα κάποιου ανήκουν και πράγματα που στερούνται μεν χρηματικής αξίας, έχουν όμως για τον κύριο αυτών μεγάλη αξία, όπως π.χ. παλιές επιστολές, φωτογραφίες ή άλλα ενθύμια. Ο όρος ιδιοκτησία, εκφράζοντας έννομο αγαθό, λαμβάνεται από νομική και πραγματική άποψη.
- Από νομική άποψη ο όρος ιδιοκτησία εκφράζει τη νομική σχέση που υπάρχει μεταξύ συγκεκριμένου προσώπου και συγκεκριμένου πράγματος ή συνόλου πραγμάτων. Εκφράζει, δηλαδή, το δικαίωμα των προσώπων πάνω σ’ αυτά. Από αυτή την έννοια, η ιδιοκτησία ανήκει στον κόσμο του «δέοντος». Από νομική δηλαδή άποψη ενδιαφέρει το γεγονός ότι ένα αντικείμενο ανήκει σε κάποιον.
- Από την πραγματική όμως άποψη ο όρος ιδιοκτησία προϋποθέτει κατά κανόνα, τη νομική έννοια της ιδιοκτησίας. Θεμελιώνεται όμως πάνω στην αντικειμενική εκτίμηση του πράγματος ως πράγματος και συγκεκριμένα πάνω στην αξία του (οικονομική κλπ.).
Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας τελούνται κατά δύο τρόπους:
- 1. Με την αφαίρεση του πράγματος από το πρόσωπο στο οποίο ανήκει αυτό. Στην περίπτωση αυτή της αφαίρεσης του πράγματος, προσβάλλεται το «δεοντολογικό» στοιχείο της ιδιοκτησίας, χωρίς να θίγεται η υλική της υπόσταση. Εδώ υπάγεται η κλοπή, η υπεξαίρεση και η ληστεία (άρθρ. 372-380 Π.Κ.).
- 2. Με τη βλάβη ή την καταστροφή του ανήκοντος πράγματος. Στην περίπτωση αυτή προσβάλλεται το οντολογικό στοιχείο της ιδιοκτησίας, δηλαδή η υλική υπόσταση του πράγματος. Εδώ υπάγεται η φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρ. 381-384 Π.Κ.).
Η παρασιώπηση εύρεσης απολωλότων και η κλοπή χρήσης μεταφορικού μέσου(άρθρ.374 Α, 376 Π.Κ.) είναι εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης.
1.3.20 Εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων
Στο παρόν κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα περιλαμβάνονται τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαίων. Ενώ οι διατάξεις του προηγούμενου κεφαλαίου ειδικότερα προστατεύουν την ιδιοκτησία, εξ’ ου και ο τίτλος «εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας», εδώ προστατεύονται γενικότερα τα περιουσιακά δίκαια, δηλαδή η περιουσία γενικά. Φορείς της περιουσίας μπορεί να είναι φυσικά και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου. Κάθε όμως προσβολή των περιουσιακών δικαίων ή της περιουσίας στο σύνολο της δεν προκαλεί το ενδιαφέρον του ποινικού δικαίου. Για να καταστεί αξιόποινη μια προσβολή περιουσιακού δικαίου πρέπει επιπλέον, ο τρόπος της τέλεσης αυτής να παρουσιάζεται απεχθής και επικίνδυνος. Αλλιώς θεωρούνται επαρκείς για την περιουσιακή προστασία οι κυρώσεις του αστικού δικαίου ως πρέπουσα αντίδραση της έννομης τάξης χωρίς οικονομικώς επιζήμιους περιορισμούς της ατομικής πρωτοβουλίας. Το ποινικό δίκαιο δεν θεωρεί αξιόποινη κάθε παραβίαση σύμβασης. Μεμονωμένα μόνο προστατεύει περιουσιακά συμφέροντα στις περιπτώσεις που η προστασία του αστικού δικαίου δεν το πετυχαίνει.
Στις κατ’ ιδίαν διατάξεις του εξεταζόμενου κεφαλαίου περιλαμβάνονται τα παρακάτω εγκλήματα:
- 1. Η εκβίαση (άρθρ. 385 Π.Κ.).
- 2. Η απάτη (άρθρ. 386 Π.Κ.).
- 3. Η απάτη με υπολογιστή (άρθρ.386 Α Π.Κ.).
- 4. Η απάτη ευτελούς αξίας (άρθρ. 387 Π.Κ.).
- 5. Η απάτη η σχετική με τις ασφάλειες (άρθρ. 388 Π.Κ.).
- 6. Η απατηλή πρόκληση βλάβης (άρθρ. 389 Π.Κ.).
- 7. Η απιστία (άρθρ. 390 Π.Κ.).
- 8. Η δόλια αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου (άρθρ. 391 Π.Κ.) που καταργήθηκε με τη παρ.12 του άρθρ.1 του Ν.2207/1994 ΦΕΚ 65 τ. Α.
- 9. Η δόλια αποδοχή παροχών (άρθρ. 392 Π.Κ.).
10. Η αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος (άρθρ. 394 Π.Κ.).
11. Η παρακώλυση συναγωνισμού (άρθρ. 396 Π.Κ.).
12. Η καταδολίευση δανειστών (άρθρ. 397 Π.Κ.).
13. Η χρεοκοπία (άρθρ. 398 Π.Κ.).
14. Η παρακώλυση της άσκησης δικαιώματος (άρθρ. 399 Π.Κ.).
15. Η παράνομη αλιεία (άρθρ. 400 Π.Κ.).
16. Η αλιεία σε χωρικά ύδατα (άρθρ. 401 Π.Κ.).
17. Η παραπλάνηση ανηλίκων σε χρέη (άρθρ. 403 Π.Κ.).
18. Η τοκογλυφία (άρθρ. 404 Π.Κ.).
19. Η αισχροκέρδεια (άρθρ. 405 Π.Κ.).
20. Η παραπλάνηση σε χρηματιστηριακές πράξεις (άρθρ. 406 Π.Κ.).
1.3.21 Πταίσματα
Πταίσμα είναι κάθε πράξη ή παράλειψη εναντίον της οποίας ο νόμος απειλεί ποινή κράτησης ή προστίμου ή και τις δύο αυτές ποινές (άρθρ. 18 εδάφ. γ’ Π.Κ.). Τα πταίσματα είναι τα ελαφρότερα εγκλήματα. Οι πταισματικές παραβάσεις προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, από διάφορους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους και κυρίως από τις Αστυνομικές διατάξεις. Ο Ποινικός Κώδικας δεν περιλαμβάνει όλα τα πταίσματα, αλλά μόνο εκείνα που παρουσιάζουν μεγαλύτερη σπουδαιότητα, περιέχει δε ορισμένες γενικές διατάξεις (άρθρ. 411 και 412) που εφαρμόζονται σε όλα γενικά τα πταίσματα. Οι διατάξεις του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, όσες δεν αναφέρονται αποκλειστικά σε πλημμελήματα και κακουργήματα, εφαρμόζονται και στα πταίσματα. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, Π.Κ., τα κακουργήματα και πλημμελήματα τιμωρούνται μόνον όταν τελούνται με δόλο (πρόθεση). Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια, όπως π.χ. η ανθρωποκτονία από αμέλεια (άρθρ. 302 Π.Κ.), η σωματική βλάβη από αμέλεια (άρθρ. 314, Π.Κ.) κ.α. Αντίθετα, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, τα πταίσματα τιμωρούνται πάντοτε και όταν τελέστηκαν από αμέλεια, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες ο νόμος απαιτεί ρητά δόλο, όπως είναι π.χ. η πρόκληση ανησυχίας (άρθρ. 416 Π.Κ.), η πρόκληση κινδύνου με ζώα ή με λιθοβολισμό (άρθρ. 435, 437 Π.Κ.), η παράνομη κατασκευή νομισματοκοπικών εργαλείων (άρθρ. 451 Π.Κ.), η μείωση εκτάσεων (άρθρ. 456 Π.Κ.), η παραβίαση στέρησης δικαιώματος (άρθρ. 457 Π.Κ.) κ.ά. Η απόπειρα, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ., τιμωρείται μόνο στα κακουργήματα και πλημμελήματα. Στα πταίσματα μένει ατιμώρητη. Οι διατάξεις για τη συμμετοχή (δηλ. για τη συναυτουργία, την ηθική αυτουργία και τη συνέργεια) εφαρμόζονται και στα πταίσματα. Εξαίρεση υπάρχει για την απλή συνεργεία που τιμωρείται μόνο στις περιπτώσεις που ο νόμος το ορίζει ειδικά (άρθρ. 47 παρ. 3). Ενώ τα κακουργήματα και πλημμελήματα που διαπράττονται στην αλλοδαπή τιμωρούνται πάντοτε, αντιθέτως τα πταίσματα (που διαπράττονται στην αλλοδαπή) τιμωρούνται μόνο στις περιπτώσεις που ειδικά ορίζει ο νόμος (άρθρ. 6 παρ. 4 Π.Κ.). Οι διατάξεις για την έγκληση που εφαρμόζονται στα κακουργήματα και πλημμελήματα ισχύουν κατ’ εξαίρεση στα πταίσματα (όπως π.χ. η μείωση εκτάσεων άρθρ. 456). Κατά κανόνα, τα πταίσματα διώκονται αυτεπαγγέλτως. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι ο θεσμός της αναστολής της ποινής και της απόλυσης υπό όρο δεν εφαρμόζεται στα πταίσματα, γιατί προϋποθέτει καταδίκη για κακούργημα ή πλημμέλημα (άρθρ. 99 Π.Κ.) ή έκτιση ποινής τουλάχιστον ένα έτος (άρθρ. 105 Π.Κ.). Τα πταίσματα τιμωρούνται, κατά κανόνα, από τα πταισματοδικεία. Κατ΄ εξαίρεση, τα πταίσματα ορισμένων προσώπων (στρατιωτικών και προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας) τιμωρούνται από άλλες αρχές (στρατιωτικές) ή από άλλα δικαστήρια (πλημμελειοδικεία).