3.Ποινική Δικονομία
- ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
1.1 Εισαγωγή
Όπως είδαμε στον Ποινικό Κώδικα, η έννομη Τάξη, με σκοπό να εξαναγκάσει τους ανθρώπους σε συμμόρφωση προς τους κανόνες δικαίου, απειλεί εναντίον εκείνων που δεν συμμορφώνονται, δηλαδή κατά των παραβατών, ποινές. Όμως η Πολιτεία δεν θα πετύχαινε το σκοπό που επιδιώκει με την ποινή, αν σταματούσε σε αυτή και δεν καθόριζε παραπέρα τον τρόπο και τις προϋποθέσεις της επιβολής της ποινής. Και αυτό επειδή, όπως παρατηρήσαμε, ο Ποινικός Κώδικας προσδιορίζει αφηρημένα την έννοια του εγκλήματος και τις απειλούμενες ποινές. Όταν ο Π.Κ. στο άρθρο 372 περιγράφει τα στοιχεία του εγκλήματος της κλοπής δεν ενδιαφέρεται για την συγκεκριμένη κλοπή που διαπράχθηκε από συγκεκριμένο δράστη σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Θα λέγαμε λοιπόν, ότι οι κανόνες δικαίου δεν ενοχλούν καθόλου αυτόν που δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της έννομης τάξης. Για το λόγο λοιπόν αυτό, η Πολιτεία αναγκάστηκε να θεσπίσει και άλλους κανόνες, που καθορίζουν τα όργανα (ανακριτικά, εισαγγελικά, δικαστικά) και τον τρόπο ενέργειας αυτών για την έρευνα και βεβαίωση των αξιοποίνων πράξεων και την ανεύρεση και τιμωρία των ενόχων (δραστών). Το σύνολο των κανόνων αυτών αποτελεί το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο ή την Ποινική Δικονομία, η οποία ως κλάδος του δικαίου, ανήκει και αυτή στο εσωτερικό δημόσιο δίκαιο, όπως και το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο. Χωρίς τους κανόνες αυτούς η ποινική απειλή θα έχανε κάθε πρακτική αξία, το ποινικό δίκαιο θα έμενε απραγματοποίητο και θα ήταν ένα νεκρό γράμμα. Έτσι ο δράστης κάποιας ανθρωποκτονίας, θα κυκλοφορούσε ελεύθερος με το ηθικό μόνο στίγμα ότι σκότωσε κάποιον συνάνθρωπό του. Μια τέτοια ρύθμιση βέβαια δεν προστατεύει την έννομη τάξη και δεν εξασφαλίζει αρμονική συμβίωση πολιτών, την οποία και επιδιώκουν οι κανόνες δικαίου. Με την θέσπιση όμως και την εφαρμογή των κανόνων ποινικής δικονομίας, ο συγκεκριμένος δράστης θα αναζητηθεί , θα συλληφθεί, θα αποδειχθεί η ενοχή του και θα παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη για να του επιβληθεί η ποινή που προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα. Βλέπουμε λοιπόν, ότι το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο με την παρέμβαση των κανόνων της ποινικής δικονομίας παύει να είναι νεκρό γράμμα, ζωογονείται, υλοποιείται και εκπληρώνει την αποστολή του. Από το σύνολο του περιεχομένου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έχουν επιλεγεί συγκεκριμένα τμήματα που κρίθηκαν απαραίτητα για τη βασική εκπαίδευση του προσωπικού Ιδιωτικών Επιχειρήσεων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας.
1.2 Ποινική δίωξη
Για να επιβληθεί ποινή σε δράστη κάποιας αξιόποινης πράξης, πρέπει να γίνει δίκη, αφού μία από τις σημαντικότερες εγγυήσεις του ατόμου κατά της κρατικής αυθαιρεσίας, είναι η αρχή κατά την οποία «καμιά ποινική κύρωση δεν επιτρέπεται να επιβληθεί χωρίς δίκη». Για να γίνει όμως δίκη πρέπει οπωσδήποτε να προηγηθεί Ποινική Δίωξη. Η Ποινική Δίωξη λοιπόν αποτελεί το μέσο με το οποίο κινητοποιείται ο δικονομικός μηχανισμός, για να εξακριβωθεί αν παραβιάστηκε πραγματικά ποινική διάταξη και σε καταφατική περίπτωση, να βεβαιωθεί ο βαθμός ενοχής του δράστη, ώστε να επιβληθεί σε αυτόν η ποινή που αρμόζει. Την Ποινική Δίωξη ή αλλιώς Ποινική Αγωγή κινούν ή εγείρουν ειδικά προς τούτο όργανα, άσχετα με τους δικαστές. Τα όργανα αυτά, που αποκαλούνται και κατηγορούντα όργανα, είναι:
- για πλημμελήματα ή κακουργήματα ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών και σε ορισμένες περιπτώσεις ο εισαγγελέας εφετών.
- για πταίσματα ο δημόσιος κατήγορος, ή όπου δεν υπάρχει, ο πταισματοδίκης.
Αυτεπαγγέλτως διώκεται ένα έγκλημα, όταν ο δράστης συλλαμβάνεται από τα αρμόδια όργανα, ανακρίνεται και παραπέμπεται στη δικαιοσύνη, χωρίς να ερωτηθεί ο παθών αν επιθυμεί ή όχι τη δίωξή του.
Με έγκληση διώκεται ένα έγκλημα, όταν ο νόμος απαιτεί δήλωση εκείνου που αδικήθηκε, ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη.
1.3 Πολιτική αγωγή – Αστικώς υπεύθυνος
Από τη διάπραξη ενός εγκλήματος γεννιέται πολλές φορές, εκτός από το δικαίωμα του κράτους να τιμωρεί το έγκλημα, το δικαίωμα του αδικηθέντα να αξιώσει την ανόρθωση της ζημιάς που προξενήθηκε από το έγκλημα, ή την ικανοποίησή του για την ηθική βλάβη ή την ψυχική οδύνη που υπέστη από αυτό.
Αστικώς υπεύθυνος είναι το τρίτο εκείνο πρόσωπο, το οποίο, δυνάμει ρητών διατάξεων του νόμου, ευθύνεται για τη ζημιά που προκλήθηκε από το έγκλημα, που τελέστηκε από άλλον.
1.4 Ανακριτικοί υπάλληλοι
Μόνη η ύπαρξη των κατηγορούντων οργάνων (εισαγγελέων – δημοσίων κατηγόρων) δεν αρκεί για να πραγματοποιηθεί ο σκοπός της ποινικής δίκης. Είναι απόλυτη ανάγκη να υπάρχουν και άλλα όργανα που θα επιλαμβάνονται όταν διαπραχθεί ένα έγκλημα, για να βεβαιώσουν την τέλεσή του, να ανακαλύψουν και να συλλάβουν το δράστη και να συγκεντρώσουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, ώστε με βάση αυτά να πιστοποιηθεί η ενοχή ή η αθωότητα των κατηγορουμένων. Τέτοια πρόσωπα που έχουν από το νόμο δικαίωμα να ενεργούν τις παραπάνω πράξεις στο πλαίσιο της προανάκρισης είναι οι ανακριτικοί υπάλληλοι.
1.5 Μήνυση – Έγκληση
Για να κινηθεί η ποινική δίωξη κατά των δραστών διαφόρων εγκλημάτων από τους αρμόδιους εισαγγελείς και δημόσιους κατηγόρους, πρέπει αυτοί να λάβουν γνώση της αξιόποινης πράξης που τελέστηκε είτε αυτή διώκεται αυτεπαγγέλτως είτε με έγκληση του αδικηθέντα. Τα κατηγορούντα όργανα και οι ανακριτικοί υπάλληλοι λαμβάνουν γνώση των εγκλημάτων που διαπράττονται με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή:
- Με ανακοίνωση που γίνεται από δημόσιους υπαλλήλους (δημόσια μήνυση).
- Με αναγγελία που γίνεται από ιδιώτες (ιδιωτική μήνυση).
- Με υποβολή έγκλησης από τον παθόντα.
- Με αίτηση δημόσιας Αρχής.
- Με ανώνυμες καταγγελίες.
- Με άμεση αντίληψη.
- Από κοινή φήμη.
- Από τον Τύπο (εφημερίδες, περιοδικά), την τηλεόραση και το ραδιόφωνο.
- Από επιστολές.
- Από τηλεφωνήματα κλπ.
1.5.1 Τι είναι η μήνυση και ποια τα είδη της
Όταν λέμε μήνυση, εννοούμε την ανακοίνωση που γίνεται για ένα έγκλημα που διαπράχτηκε, προς τις Αρχές του κράτους.
Είδη μηνύσεων: Η μήνυση, ανάλογα με την προέλευσή της, διακρίνεται σε δημόσια και ιδιωτική μήνυση.
Δημόσια μήνυση: ονομάζεται εκείνη η οποία γίνεται από δημόσιο υπάλληλο για έγκλημα που διώκεται αυτεπάγγελτα.
Ιδιωτική μήνυση: ονομάζεται εκείνη η οποία γίνεται από ιδιώτη που δεν είναι παθών για έγκλημα που διώκεται αυτεπάγγελτα. Οι ιδιώτες, σύμφωνα με το άρθρο 40 του Κ.Π.Δ., έχουν νομική υποχρέωση, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο, αν αντιληφθούν οι ίδιοι αξιόποινη πράξη, η οποία διώκεται αυτεπαγγέλτως, να την αναγγείλουν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο. Αν πολλοί πληροφορήθηκαν για την αξιόποινη πράξη, τότε καθένας έχει ξεχωριστά την υποχρέωση αυτή. Τέτοιες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ιδιώτες έχουν νομική υποχρέωση να αναγγέλλουν αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως είναι π.χ. η παρασιώπηση εγκλημάτων, δηλαδή κακουργημάτων που μελετάται η διάπραξή τους ή άρχισε ήδη η εκτέλεσή τους και μπορεί ακόμη να προληφθεί η τέλεση ή το αποτέλεσμα.
Εκτός όμως από τη νομική υποχρέωση, οι ιδιώτες έχουν και ηθική υποχρέωση, για την καταπολέμηση του εγκλήματος, να καταγγέλλουν στις αρχές όλα τα εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως, των οποίων έλαβαν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και αν οι ίδιοι δεν είναι παθόντες, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις κλοπών, ληστειών κλπ. που διαπράττονται εις βάρος τρίτων προσώπων.
1.5.2 Τι είναι η έγκληση
Έγκληση είναι η προαιρετική καταγγελία κάποιας αξιόποινης πράξης που γίνεται προς την Αρχή από τον αδικηθέντα ή από το νόμιμο αντιπρόσωπο του. Η αξιόποινη αυτή πράξη μπορεί να διώκεται κατ’ έγκληση (όπως π.χ. συμβαίνει με την αυτοδικία, τη δυσφήμηση κλπ.) ή αυτεπαγγέλτως (όπως στις περιπτώσεις υπεξαίρεσης, απάτης κλπ.).
Η έγκληση έχει ιδιαίτερη σημασία για τη δίωξη ορισμένων εγκλημάτων. Διότι όταν ο νόμος ορίζει ότι ένα έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, όπως π.χ. η απειλή, η εξύβριση, η απλή σωματική βλάβη κ.ά., για να λάβει χώρα ποινική δίωξη του δράστη, απαιτείται προηγούμενη δήλωση του παθόντος στις αρμόδιες αρχές, ότι επιθυμεί τη δίωξη. Όταν όμως γίνει έγκληση, η ποινική δίωξη προχωρεί κανονικά, όπως συμβαίνει στα εγκλήματα που διώκονται αυτεπάγγελτα.
Ο Ποινικός Κώδικας και οι ειδικοί Ποινικοί Νόμοι ορίζουν ρητά πότε ένα έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση (π.χ. εξύβριση, απλή σωματική βλάβη, απαγωγή κλπ.). Αν ο νόμος δεν ορίζει πώς διώκεται το έγκλημα, τότε αυτό διώκεται αυτεπάγγελτα.
1.6 Αποδεικτικά μέσα
Είναι τα μέσα που χρησιμοποιούνται από τους ανακριτικούς υπαλλήλους για την απόδειξη των γεγονότων. Κυριότερα από αυτά είναι: α) οι ενδείξεις, β) η αυτοψία, γ) η πραγματογνωμοσύνη, δ) η ομολογία του κατηγορουμένου, ε) οι μάρτυρες και στ) τα έγγραφα. Από αυτά θα ασχοληθούμε με την αυτοψία και τη σπουδαιότητα της διατήρησης του ανέπαφου του τόπου του εγκλήματος και του αναλλοίωτου των πειστηρίων του και με τους μάρτυρες, ιδιότητα όπου ενδέχεται να αποκτήσει το ιδιωτικό προσωπικό παροχής υπηρεσιών ασφάλειας κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους.
1.6.1 Αυτοψία.
Λέγοντας αυτοψία εννοούμε το αποδεικτικό εκείνο μέσο, με το οποίο ο ανακριτικός υπάλληλος ή ο δικαστής προσπαθεί να πληροφορηθεί αμέσως και με τις ίδιες τις αισθήσεις του για τα αποδεικτικά πράγματα. Από τον παραπάνω ορισμό συνάγεται ότι αυτοψία υπάρχει μόνον όταν αυτή ενεργείται από ανακριτικό υπάλληλο ή δικαστή, υπό την ιδιότητα αυτή, με αντικειμενικό σκοπό τη συλλογή πληροφοριών. Για την άμεση και προσωπική λήψη των πληροφοριών ο ανακριτικός υπάλληλος ή ο δικαστής κάνει χρήση οποιασδήποτε αίσθησης· δηλαδή της όρασης, της ακοής, της γεύσης, της όσφρησης ή της αφής. Σε κάθε όμως περίπτωση η επιχειρούμενη αποδεικτική ενέργεια καλείται αυτοψία, διότι η αίσθηση της όρασης παίζει τον ενεργότερο ρόλο. Με την αυτοψία επιδιώκεται η βεβαίωση της τέλεσης του εγκλήματος και των περιστατικών υπό τα οποία αυτό τελέστηκε.
Η αυτοψία γίνεται:
- Σε τόπους με την επιτόπια μετάβαση του ανακριτικού υπαλλήλου για την ενέργεια αυτής. Π.χ. στη διασταύρωση οδών, όπου συγκρούστηκαν οχήματα με συνέπεια θανάτους και τραυματισμούς ατόμων κ.α.
- Σε πράγματα (π.χ. σε όπλα, ματωμένα ρούχα κλπ.).
- Σε ανθρώπους (π.χ. για φυσική αναγνώριση αυτών για να διαπιστωθεί αν φέρουν πάνω στο σώμα τους ίχνη που σχετίζονται με το έγκλημα κλπ.).
- Στο αντικείμενο της κολάσιμης πράξης (π.χ. στο πτώμα του ανθρώπου, στη διαρρηγμένη πόρτα, στο κατάστημα που κάηκε κλπ.).
Κατά την ενέργεια της αυτοψίας ο ανακριτικός υπάλληλος μπορεί να κάνει διάφορες εργασίες είτε ο ίδιος, είτε με τη συνδρομή ειδικού υπαλλήλου (π.χ. της υποδιεύθυνσης εγκληματολογικών υπηρεσιών) ή εμπειρογνώμονα (π.χ. μηχανικού). Τέτοιες εργασίες, που διευκολύνουν την ανάκριση, είναι: τα ιχνογραφήματα, η λήψη φωτογραφιών ή άλλων απεικονίσεων (π.χ. εκμαγείων γύψου) ή τεχνικές ενέργειες (π.χ. αναλύσεις) ή κυρίως η λήψη δακτυλικών ή άλλων αποτυπωμάτων, η λήψη κηλίδων αίματος ή άλλου γενετικού υλικού. Μπορεί, επίσης, να προχωρήσει σε πειράματα με περιεχόμενο την αναπαράσταση του εγκλήματος ή την εξακρίβωση άλλων περιστατικών που είναι χρήσιμα για την ανακάλυψη της αλήθειας (π.χ. αν ήταν δυνατό να δει κανείς ή να ακούσει κάτι από ορισμένη απόσταση).
1.6.2 Οι μάρτυρες
Μάρτυρες είναι τα φυσικά εκείνα πρόσωπα που καλούνται ενώπιον του ανακριτικού υπαλλήλου ή του δικαστού για να καταθέσουν ό, τι γνωρίζουν σχετικά με το αντικείμενο της ποινικής δίκης, ώστε να εξυπηρετήσουν το σκοπό της απόδειξης.
Η κατάθεση των προσώπων αυτών ονομάζεται μαρτυρία. Κατά το άρθρο 209 του ΚΠΔ, κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί τη μαρτυρία του, εφόσον καλείται νόμιμα, εκτός από τις εξαιρέσεις που ρητά αναγράφονται στο νόμο. Ικανότητα για μαρτυρία έχει κάθε άτομο, χωρίς να γίνεται διάκριση φύλου και ηλικίας.
1.7 Το αυτόφωρο έγκλημα
Κατά το άρθρο 242 του Κ.Π.Δ., το έγκλημα θεωρείται αυτόφωρο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Όταν είναι εν τω πράττεσθαι. Με άλλες λέξεις, την ώρα που γίνεται. Όταν δηλαδή ο δράστης καταλαμβάνεται τη στιγμή κατά την οποία διαπράττει το έγκλημα. Τα διαρκή εγκλήματα (απαγωγή, αρπαγή, παράνομη κατακράτηση, εγκατάλειψη εγκυμονούσης κλπ.) είναι εν τω πράττεσθαι όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διαρκεί η παράνομη κατάσταση που δημιουργήθηκε απ’ αυτά. Κατά συνέπεια, η απαγωγή και η αρπαγή είναι εν τω πράττεσθαι όσο χρόνο ο δράστης έχει μαζί του το πρόσωπο που έχει απαγάγει ή αρπάξει.
- Όταν τελέστηκε προσφάτως. Με άλλα λόγια όταν έγινε πρόσφατα. Όταν, δηλαδή, πριν από λίγο τερματίστηκε η τέλεσή του.
Το έγκλημα θεωρείται ότι τελέστηκε προσφάτως στις εξής, ιδίως, περιπτώσεις:
α. Όταν ο δράστης καταδιώκεται από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα, αμέσως μετά τη διάπραξη του εγκλήματος. Όταν δηλαδή ο δράστης γίνεται μεν αντιληπτός από αστυνομικό ή από τον παθόντα την ώρα που διαπράττει το έγκλημα, αλλά όμως κατορθώνει να διαφύγει τη σύλληψη και τρέπεται σε φυγή και αμέσως καταδιώκεται από τον αστυνομικό ή από τον παθόντα ή τον ιδιωτικό φύλακα, ο οποίος φωνάζει «πιάστε τον, κλέφτης, απατεώνας, φονιάς κλπ.». Όσο διαρκεί η καταδίωξη αυτή, το έγκλημα θεωρείται αυτόφωρο και κάθε αστυνομικός ή ιδιώτης (άρα και ιδιωτικός φύλακας), που βλέπει την καταδίωξη και ακούει τις φωνές, έχει το δικαίωμα να τρέξει και να συλλάβει τον καταδιωκόμενο.
β. Όταν ο δράστης επιδεικνύεται από το κοινό. Όταν δηλαδή ο δράστης μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης ή παραμένει στον τόπο του εγκλήματος και ο κόσμος τον δείχνει στα αστυνομικά όργανα, που έφτασαν, με τις λέξεις: «να εκείνος που στέκεται εκεί είναι ο δράστης του εγκλήματος», οπότε τα αστυνομικά όργανα τον συλλαμβάνουν ή δεν παραμένει επί τόπου, αλλά τρέπεται σε φυγή, πριν όμως προφτάσει να εξαφανιστεί καταφθάνουν τα αστυνομικά όργανα και ο κόσμος τον επιδεικνύει σ’ αυτά και λέει «να αυτός που τρέχει είναι ο δράστης», οπότε τα αναφερόμενα όργανα πρέπει να τον καταδιώξουν και να τον συλλάβουν.
γ. Όταν ο δράστης κατονομάζεται ή περιγράφονται τα χαρακτηριστικά του από το κοινό. Όταν δηλαδή ο δράστης κατόρθωσε να εξαφανιστεί από τον τόπο του εγκλήματος, πριν φθάσουν τα αστυνομικά όργανα, ο κόσμος όμως που βρισκόταν επί τόπου και τον αντιλήφθηκε τον κατονομάζει δημόσια και απροκάλυπτα στα αστυνομικά όργανα που κατέφθασαν ή, αν δε γνωρίζει τα στοιχεία του, περιγράφει τα χαρακτηριστικά του στα αστυνομικά όργανα, οπότε αυτά έχουν υποχρέωση να τον αναζητήσουν αμέσως και να τον συλλάβουν.
δ. Όταν ο δράστης συλλαμβάνεται οπουδήποτε (κοντά ή μακριά από τον τόπο τέλεσης) να έχει αντικείμενα, δηλαδή πειστήρια (όπλα, εργαλεία, υλικά, προϊόντα εγκλήματος κλπ.) ή ίχνη (αίματος κλπ.) επάνω στο σώμα ή στα ρούχα του ή κακώσεις λόγω πάλης με το θύμα κλπ., από τα οποία (πειστήρια, ίχνη, κακώσεις) συμπεραίνεται (δηλαδή υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες) ότι αυτός διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο.
ε. Όταν από το έγκλημα προκλήθηκε συγκίνηση και αναστάτωση του κοινού. Στην περίπτωση αυτή, όσο εξακολουθεί η συγκίνηση και η αναστάτωση του κοινού, το έγκλημα θεωρείται ότι τελέστηκε πρόσφατα. Τέτοια συγκίνηση προκαλείται κυρίως σε σοβαρά εγκλήματα (π.χ. κατακρεούργηση ανθρώπου, σοβαρές ληστείες ή εκβιάσεις, βιασμοί, εμπρησμοί δασών, καταστημάτων, ανατινάξεις κτιρίων, γεφυρών κλπ.).
στ. Επίσης, θεωρείται ότι τελέστηκε πρόσφατα το έγκλημα, όσο χρόνο τα ίχνη του εγκλήματος μένουν επί τόπου ζωηρά και αμετάβλητα (τα αίματα στην ανθρωποκτονία, οι καπνοί και οι φλόγες στον εμπρησμό κλπ.) ή όσο χρόνο το αποτέλεσμα από το έγκλημα παραμένει εκτεθειμένο στα μάτια όλων (π.χ. η γέφυρα που καταστράφηκε, το οικοδόμημα που ανατινάχτηκε από τη βόμβα, ο συρμός που εκτροχιάστηκε κλπ.).
1.7.1 Πότε παύει το έγκλημα να θεωρείται αυτόφωρο
Το έγκλημα σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις (1 – 6) παύει να θεωρείται αυτόφωρο μετά τα μεσάνυχτα της επόμενης ημέρας από τη διάπραξη του. Εάν, δηλαδή, διαπραχθεί σήμερα ένα έγκλημα, αυτό παύει οπωσδήποτε να θεωρείται αυτόφωρο μετά τα μεσάνυχτα της αυριανής ημέρας.
Το πόσες ώρες, λοιπόν, παραμένει αυτόφωρο το έγκλημα εξαρτάται από την ώρα της διάπραξής του. Αν π.χ. διαπραχθεί την 1η πρωινή ώρα σήμερα, θα είναι αυτόφωρο επί 47 ώρες. Δηλαδή επί 23 ώρες σήμερα και 24 ώρες αύριο. Εάν όμως, διαπραχθεί την 23.59′ ώρα σήμερα, τότε θα είναι αυτόφωρο επί 24 ώρες και 1’ λεπτό. Δηλαδή, επί 1’ λεπτό σήμερα και 24 ώρες αύριο. Επομένως, το έγκλημα μπορεί να είναι αυτόφωρο το λιγότερο επί 24 ώρες και 1’ λεπτό και το ανώτατο επί 47 ώρες και 59′ λεπτά της ώρας περίπου.
Εδώ πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι δεν πρέπει να νομισθεί ότι το έγκλημα είναι πάντοτε αυτόφωρο έως τα μεσάνυχτα της επόμενης ημέρας. Για να συμβεί αυτό πρέπει να συντρέχει απαραίτητα μία από τις πιο πάνω β (1 – 6) περιπτώσεις, ένα από τα παραπάνω γεγονότα που να συνδέει το χρόνο της τέλεσης με το μεταγενέστερο χρόνο. Εάν δεν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις αυτές, το έγκλημα δεν θεωρείται ότι τελέστηκε πρόσφατα και κατά συνέπεια δεν είναι αυτόφωρο.
1.7.2 Πρακτική σημασία του αυτόφωρου εγκλήματος
Το αυτόφωρο έγκλημα έχει τις παρακάτω συνέπειες:
- Ενεργείται γι’ αυτό προανάκριση χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα (άρθρ. 242 παρ. 2 Κ.Π.Δ.).
- Συλλαμβάνεται ο δράστης από τα αστυνομικά όργανα· αν όμως πρόκειται για αυτόφωρο πλημμέλημα ή κακούργημα συλλαμβάνεται και από ιδιώτες ακόμη.
Εδώ οι ανακριτικοί υπάλληλοι, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο έχουν υποχρέωση να συλλάβουν το δράστη, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης έχει δικαίωμα σύλληψης.
Στα αυτόφωρα πταίσματα δικαίωμα σύλληψης έχουν μόνον οι ανακριτικοί υπάλληλοι και τα αστυνομικά όργανα, όχι δε και οι πολίτες ή άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι (άρθρ. 275 § 1 και 409 ΚΠΔ).
1.8 Κατ’ οίκον έρευνα
1.8.1 Γενικά
Οι έρευνες κατ’ οίκον ή σωματικές, αποτελούν ανακριτικές πράξεις και διενεργούνται από τους ανακριτικούς υπαλλήλους με σκοπό τη συλλογή όλων των στοιχείων που αφορούν στην τέλεση της αξιόποινης πράξης, στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκε και των στοιχείων που αφορούν στην ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου.
Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Συντάγματος 1975, η κατοικία κάθε ατόμου είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Έρευνα κατ’ οίκον γίνεται, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, πάντοτε δε παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας.
Ως κατοικία θεωρείται κάθε τόπος στεγασμένος ή όχι, που δεν είναι προσιτός ελεύθερα σε όλους, στον οποίο διαμένει κάποιος μόνιμα ή προσωρινά, νόμιμα ή παράνομα, μόνος του ή με την οικογένεια του ή με άλλους. Δεν εξετάζεται αν αυτός είναι ημεδαπός ή αλλοδαπός. Κατά συνέπεια, ως κατοικία πρέπει να θεωρηθεί κάθε οικία, σκηνή, καλύβα, παράπηγμα και κάθε κατασκεύασμα, εφόσον κατοικείται. Επίσης, ο περίφρακτος κήπος και η περίφρακτη αυλή, εφόσον συνέχονται προς την κατοικία, αποτελούν μέρος αυτής. Δωμάτια ή διαμερίσματα ξενοδοχείου, πλοία, λέμβοι και οποιοδήποτε όχημα, εφόσον κατοικούνται και δεν είναι προσιτά σε όλους, θεωρούνται ως κατοικία, όπως επίσης:
Κατάστημα, που χρησιμοποιείται και ως κατοικία, κατά τις ώρες που παραμένει κλειστό, σύμφωνα με το νόμο και το κατάστημα που δε χρησιμοποιείται ως κατοικία, κατά τις ώρες που παραμένεικλειστό.
Τα γραφεία (δικηγόρων, γιατρών, εμπόρων κλπ.) όταν δεν είναι αμέσως προσιτά σε όλους (π.χ. βρίσκονται μέσα σε κατοικίες) ή είναι μεν προσιτά σε όλους, αλλά παραμένουν κλειστά.
Τα δημόσια γραφεία, από τη στιγμή που θα κλείσουν. Η κατοικία, για την οποία εδώ γίνεται λόγος, μπορεί να ανήκει στον κατηγορούμενο, αλλά και σ’ οποιονδήποτε τρίτον.
1.8.2 Κατ’ οίκον έρευνα την ημέρα
Την ημέρα η έρευνα σε ιδιωτική κατοικία ενεργείται χωρίς περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση, ότι θα τηρηθούν οι διατυπώσεις, που αφορούν σε κάθε έρευνα κατ’ οίκον.
1.8.3 Κατ’ οίκον έρευνα τη νύχτα
Τη νύχτα η έρευνα σε ιδιωτική κατοικία επιτρέπεται μόνο στις ειδικές από το νόμο (άρθρ. 254 Κ.Π.Δ.) αναφερόμενες περιπτώσεις και μόνο στον εισαγγελέα, τον ανακριτή, τους ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες.
Οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιτρέπεται νυχτερινή έρευνα σε κατοικία, είναι οι ακόλουθες:
α. Αν πρόκειται να συλληφθεί πρόσωπο που βρίσκεται μέσα στην κατοικία και το οποίο διώκεται νόμιμα. Θεωρείται δε νόμιμη η δίωξη, όταν ενεργείται δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης ή εντάλματος του εισαγγελέα ή όταν το πρόσωπο διέπραξε έγκλημα έξω από την ιδιωτική κατοικία, δική του ή ξένη και στη συνέχεια κατέφυγε σ’ αυτή διωκόμενο. Στην περίπτωση αυτή το έγκλημα που διαπράχτηκε πρέπει να καταλήφθηκε επ’ αυτοφώρω.
β. Αν κάποιος συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να διαπράττει μέσα στην κατοικία κακούργημα ή πλημμέλημα.
γ. Αν γίνεται συγκέντρωση σε κατοικία, όπου παίζονται κατ’ επάγγελμα τυχερά παιχνίδια, απολύτως απαγορευμένα από το νόμο, ή η κατοικία χρησιμοποιείται ως τόπος κατ’ επάγγελμα ακολασίας.
1.9 Σωματική έρευνα Άρθρα (257, 258 Κ.Π.Δ.)
1.9.1 Από ποιους ενεργείται
Αυτή είναι πράξη ανακριτική και γι’ αυτό πρέπει να ενεργείται από τους ανακριτικούς υπαλλήλους. Τα αστυνομικά όργανα, που δεν έχουν την ιδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου, μπορούν να ενεργήσουν σωματική έρευνα μόνον κατόπιν διαταγής και υπό την άμεση επίβλεψη και τις οδηγίες ανακριτικού υπαλλήλου.
Γίνεται, όμως, δεκτό ότι, εν απουσία ανακριτικού υπαλλήλου και τα άλλα αστυνομικά όργανα μπορούν να ενεργήσουν σωματική έρευνα σε περίπτωση κινδύνου από την αναβολή. Εδώ, η σωματική έρευνα χαρακτηρίζεται ως αστυνομικό μέτρο.
Εφόσον παραδεχόμαστε την ανάγκη της αστυνομικής σύλληψης κατά μείζονα λόγο πρέπει να παραδεχτούμε την αστυνομική σωματική έρευνα, όταν υπάρχει απόλυτη ανάγκη να γίνει τέτοια έρευνα επί τόπου για την πρόληψη ή τη βεβαίωση εγκλήματος, που δεν είναι διαφορετικά δυνατή (π.χ. αφαίρεση όπλων και άλλων οργάνων του εγκλήματος).
1.9.2 Σε ποιους και πότε ενεργείται
Η σωματική έρευνα γίνεται:
α. Σε κατηγορουμένους, όταν ο ανακριτικός υπάλληλος κρίνει ότι η σωματική έρευνα είναι χρήσιμη για την εξακρίβωση της αλήθειας.
β. Σε τρίτα πρόσωπα, όταν υπάρχει σοβαρή και βάσιμη υπόνοια, ότι π.χ. επάνω τους κρύβονται τα αναζητούμενα αντικείμενα ή όταν είναι απόλυτη ανάγκη.
1.9.3 Γιατί ενεργείται
Η σωματική έρευνα ενεργείται, κυρίως, για την ανεύρεση ιχνών ή πειστηρίων εγκλήματος ή για την πρόληψη αυτού. Για τον ίδιο σκοπό μπορεί να γίνει έρευνα όχι μόνο στο σώμα του ανθρώπου, αλλά και σε τσάντες, σάκους, δέματα, κιβώτια που φέρει μαζί του. Ακόμη μπορεί να γίνει έρευνα σε αντικείμενα που χρησιμοποιούνται από το πρόσωπο, π.χ. σε αυτοκίνητα, πλοία κλπ.
1.9.4 Σωματική έρευνα σε γυναίκα
Η σωματική έρευνα σε γυναίκα πρέπει να γίνεται μπροστά στον ανακριτικό υπάλληλο που τη διεξάγει και από γυναίκα της εκλογής του, η οποία δίνει τον όρκο του πραγματογνώμονα. Αν όμως υπάρχουν διορισμένες ειδικά ερευνήτριες, όπως π.χ. συμβαίνει στα τελωνεία και στα αστυνομικά κρατητήρια, τη σωματική έρευνα θα την ενεργούν αυτές.
1.10 Σύλληψη
Η σύλληψη, επειδή πλήττει βαρύτερα την προσωπική ελευθερία και την υπόληψη του κατηγορουμένου, επιτράπηκε από το νομοθέτη στις ειδικές μόνον από το νόμο οριζόμενες περιπτώσεις. Δηλαδή:
α. Στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα και χωρίς ένταλμα σύλληψης (άρθρ. 275 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
β. Όταν υπάρχει ένταλμα σύλληψης του ανακριτή (άρθρ. 276 ΚΠΔ) ή του εισαγγελέα (άρθρ. 275 παρ. 3 Κ.Π.Δ.) ή βούλευμα ή διαταγή του δικαστικού συμβουλίου (άρθρ. 276 και 315 παρ. 3 Κ.Π.Δ.). Η ταχεία σύλληψη του κατηγορουμένου, στα σοβαρότερα ιδίως εγκλήματα, εξυπηρετεί τους παρακάτω σημαντικούς σκοπούς:
- 1. Εξασφαλίζει την έγκαιρη εξέταση και απολογία του κατηγορουμένου.
- 2. Παρεμποδίζει τις πρώτες προσπάθειες του κατηγορουμένου να εξαλείψει τα ίχνη της πράξης και να δυσχεράνει έτσι το έργο της ανάκρισης.
- 3. Καθησυχάζει την κοινή γνώμη που δεν μπορεί να ανεχθεί να κινείται ελεύθερα, αμέσως μετά την πράξη του, ο δράστης σοβαρών εγκλημάτων.
- 4. Προλαμβάνει τις αντεκδικήσεις κατά του δράστη.
- 5. Ματαιώνει τη διάπραξη από τον κατηγορούμενο άλλων εγκλημάτων.
- 6. Διευκολύνει την εκτέλεση της ποινής που επιβάλλεται από τα δικαστήρια.
Λόγω της ιδιαίτερης σημασίας που έχει η ανακριτική πράξη της σύλληψης κρίθηκε διδακτικά ωφέλιμο να αναπτυχθούν σε μια ενότητα οι συνηθέστερες στην πράξη περιπτώσεις σύλληψης.
1.10.1 Πού και πότε απαγορεύεται γενικώς η ενέργεια σύλληψης
Σύλληψη δεν μπορεί να γίνει:
1.Σε οίκημα που προορίζεται για τη θεία λατρεία, οποιασδήποτε γνωστής θρησκείας, όσο διαρκεί η ιερουργία. Η απαγόρευση αποβλέπει στην πρόληψη διατάραξης της ησυχίας μέσα στο Ναό (άρθρ. 278 ΚΠΔ). Ιερουργία είναι η λειτουργία, ο εσπερινός, η κηδεία, ο γάμος, η βάπτιση, η παράκληση κλπ. Η σύλληψη απαγορεύεται και κατά την εξακολούθηση της πομπής έξω από το Ναό, όπως συμβαίνει κατά την κηδεία, την περιφορά εικόνας, του επιτάφιου κλπ. Όταν παύσει η ιερουργία ή πριν αρχίσει, επιτρέπεται η σύλληψη. Εάν όμως κατά την διάρκεια της ιερουργίας λάβει χώρα συμπλοκή ή έγκλημα, ο αστυνομικός συλλαμβάνει τότε αμέσως τους δράστες και τους απομακρύνει το ταχύτερο για την αποκατάσταση της ησυχίας.
2.Σε ιδιωτική κατοικία τη νύχτα, εκτός αν αυτός που διαμένει εκεί ζητήσει ρητά τη σύλληψη, οπότε επιτρέπεται αυτή. Εάν η σύλληψη δε ζητηθεί ρητά από τον κάτοικο, απαγορεύεται. Το θέμα αυτό αναπτύχθηκε λεπτομερέστερα για τις διατυπώσεις της κατ’ οίκον έρευνας τη νύχτα.
3.Σε ιδιωτική κατοικία την ημέρα, εάν η πόρτα του σπιτιού είναι κλειστή, ο δε ένοικος αρνείται να την ανοίξει ή είναι μεν ανοικτή, πλην όμως ο ένοικος απαγορεύει οπωσδήποτε την είσοδο στο αστυνομικό όργανο. Αν όμως τηρηθούν οι διατυπώσεις της κατ’ οίκον έρευνας την ημέρα, τότε επιτρέπεται η είσοδος στο σπίτι και η σύλληψη του δράστη.
4.Σε δημόσια κέντρα (καφενεία, εστιατόρια, κινηματογράφους, θέατρα κλπ.), δημόσιους τόπους (γήπεδα, στάδια, κολυμβητήρια κλπ.), δημόσια και ιδιωτικά γραφεία (δικηγόρων, συμβολαιογράφων κλπ.), εφόσον αυτά είναι κλειστά. Όταν αυτά παραμένουν κλειστά εξομοιώνονται με ιδιωτικές κατοικίες και εφαρμόζονται όσα ειπώθηκαν γι’ αυτές (ανωτέρω αριθ. 2 και 3). Όταν όμως είναι ανοικτά, η είσοδος σ’ αυτά και η ενέργεια απλής σύλληψης είναι ελεύθερη και την ημέρα και τη νύχτα.