4.Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι

  1. ΕΙΔΙΚΟΙ  ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ

1.1             Περί όπλων και εκρηκτικών

1.1.1        Γενικά:

Το αντικείμενο των όπλων στη Χώρα μας γενικά, ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν.2168/1993 «Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και άλλες διατάξεις» και από τις εκδοθείσες κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικές πράξεις.

Βάσει του Νόμου αυτού και ειδικότερα στο Άρθρο 1 προσδιορίζεται:

α) Τι είναι όπλο (πυροβόλο, κυνηγετικό, αεροβόλο)

β) αντικείμενα που θεωρούνται ως όπλα

γ) αντικείμενα που υπάγονται στις διατάξεις του νόμου «Περί Όπλων» και

δ) αντικείμενα που εξαιρούνται από τις διατάξεις του νόμου αυτού, άρα δεν εμπίπτουν στην εφαρμογή αυτού και εισάγονται πωλούνται κατέχονται ελεύθερα.

1.1.2        Κατοχή:

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 2168/1993, η κατοχή όπλων και λοιπών αντικειμένων απαγορεύεται, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται σ’ αυτόν, με άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας του ενδιαφερομένου, που χορηγείται για συγκεκριμένα είδη και συγκεκριμένο σκοπό.

Ιδιαίτερα χορηγείται άδεια κατοχής σε φυσικά πρόσωπα, για την ατομική τους ασφάλεια, την εξάσκησή τους στη σκοποβολή[1] ή άσκηση θήρας[2]. Οι  κάτοχοι  των  ειδών, που προαναφέρονται, υποχρεούνται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την ασφαλή φύλαξή τους και να μην παραχωρούν αυτά σε τρίτα πρόσωπα[3]. Η άδεια κατοχής επέχει και θέση άδειας μεταφοράς του όπλου κενού φυσιγγίων και εντός θήκης προς και από το χώρο άσκησης και διεξαγωγής αγώνων σκοποβολής ή άσκησης στη θήρα, σε όλη τη Χώρα. Οι κάτοχοι κυνηγετικών όπλων απαγορεύεται να παραχωρούν αυτά σε τρίτα πρόσωπα, αν δεν είναι εφοδιασμένα με άδεια θήρας[4]. Για την συνοδεία προσώπων, σε εκπροσώπους Ν.Π.Δ.Δ., εταιρειών, Σκοπευτικών Συλλόγων, για τη φύλαξη εγκαταστάσεων, για τη μεταφορά αξιών και χρημάτων, σε συλλέκτες ιστορικών – οικογενειακών κειμηλίων και συλλεκτικών όπλων. Τα πρόσωπα που έχουν εφοδιασθεί με τις προβλεπόμενες άδειες, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα ασφαλείας, για την αποφυγή κλοπής ή απώλειας των αντικειμένων που κατέχουν με βάση τις άδειες αυτές. Δεν απαιτείται Άδεια Κατοχής:

α) για αεροβόλα όπλα και τυφέκια αλιείας σε άτομα που έχουν συμπληρώσει το 18ο και 16ο έτος της ηλικίας τους, αντίστοιχα.

β) για μαχαίρια, που προορίζονται για αλιεία, θήρα, τέχνη ή οικιακή, επαγγελματική ή άλλη συναφή χρήση, για μηχανισμούς εκτοξεύσεως χημικών ουσιών, που προορίζονται για την ίδια χρήση, ως και για ξίφη και σπάθες που χρησιμοποιούνται για άθληση.

1.1.3        Οπλοφορία:

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 2168/1993, η οπλοφορία γενικά  απαγορεύεται, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται σ’ αυτόν, με άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας του ενδιαφερομένου.

Ιδιαίτερα χορηγείται άδεια οπλοφορίας σε φυσικά πρόσωπα, που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, για την ατομική τους ασφάλεια, προστασία προσώπων, την εξάσκησή τους στη σκοποβολή ή άσκηση στη θήρα, φύλαξη ευαίσθητων και ευπαθών στόχων ή εγκαταστάσεων, μεταφορά αξιών και χρημάτων, εκπροσώπους Ν.Π.Δ.Δ., εταιρειών, Σκοπευτικών Συλλόγων, σε συλλέκτες ιστορικών – οικογενειακών κειμηλίων και συλλεκτικών όπλων. Ειδικότερα:

α) για ατομική ασφάλεια χορηγείται άδεια οπλοφορίας, (με περίστροφο ή πιστόλι), με χρονική διάρκεια ισχύος -3- ετών, η οποία θεωρείται ανά εξάμηνο από την Υπηρεσία που την εξέδωσε και ανανεώνεται κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου, η οποία υποβάλλεται τουλάχιστον τρεις (3) μήνες πριν από τη λήξη της, εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αρχικής χορήγησης, εδαφικής αρμοδιότητας της εκδούσας Αστυνομικής Διευθύνσεως αλλά και ή σε όλη την επικράτεια, σύμφωνα με τις ανάγκες του ενδιαφερομένου και τη σχετική αξιολόγηση διακινδύνευσης από την αρμόδια εκδούσα αστυνομική αρχή. Οι κάτοχοι περιστρόφων – πιστολιών, υποχρεούνται να φυλάσσουν τα όπλα αυτά και τα φυσίγγια των εν λόγω όπλων στις μόνιμες κατοικίες τους ή στα γραφεία τους ή στα καταστήματά τους, εντός ασφαλών ερμαρίων[5]. Οι άδειες οπλοφορίας, για ιδία άμυνα των ενδιαφερομένων, χορηγούνται για ένα (1) μόνο όπλο (περίστροφο ή πιστόλι) και πενήντα (50) φυσίγγια αυτού. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται κατά τη κρίση της υπηρεσίας να επιτραπεί η οπλοφορία και με δεύτερο παρόμοιο όπλο[6].

β) για σκοποβολή ή θήρα χορηγείται άδεια οπλοφορίας, με πυροβόλα όπλα (πιστόλια, περίστροφα, τυφέκια, αεροβόλα, Flobert, άλλα όπλα ή κυνηγετικά όπλα), με σκοπό την προαγωγή του αθλήματος της σκοποβολής, με χρονική διάρκεια ισχύος τριών -3- ετών και ανανεώνεται κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου, η οποία υποβάλλεται τουλάχιστον τρεις (3) μήνες πριν από τη λήξη της, εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αρχικής χορήγησης. Οι κάτοχοι άδειας σκοπευτή, επιτρέπεται να οπλοφορούν μέσα στους χώρους άσκησης, κατά τη μετάβαση στο χώρο αυτόν και επιστροφή, καθώς και από τόπο σε τόπο, προς συμμετοχή σε επίσημους αγώνες σκοποβολής και τα όπλα μεταφέρονται κενά τοποθετημένα σε ειδικές οπλοθήκες. Οι σκοπευτές, που κατέχουν, ραβδωτά πυροβόλα όπλα σκοποβολής και κυνηγετικά όπλα, κατόπιν σχετικής αδείας, υποχρεούνται να φυλάσσουν τα όπλα αυτά και τα φυσίγγια των εν λόγω όπλων στις μόνιμες κατοικίες τους ή στα γραφεία τους ή στα καταστήματά τους, εντός ασφαλών ερμαρίων[7]. Για την άσκηση στη θήρα (Άδεια Κατοχής Κυνηγετικού Όπλου), η χορηγούμενη άδεια είναι με χρονική διάρκεια ισχύος δέκα -10- ετών, μετά δε τη λήξη της ισχύος τους, οι άδειες αυτές ανανεώνονται ή παρατείνεται η ισχύς τους για ισόχρονο διάστημα, αφού προηγουμένως υποβληθούν τα προβλεπόμενα, για την αρχική χορήγηση της αδείας αυτής, δικαιολογητικά[8].

γ) για φύλαξη ευαίσθητων και ευπαθών στόχων ή εγκαταστάσεων, χορηγείται άδεια οπλοφορίας (με περίστροφα, πιστόλια ή αυτόματα όπλα[9]), με χρονική διάρκεια ισχύος τριών -3- ετών και ανανεώνεται κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου, η οποία υποβάλλεται τουλάχιστον τρεις (3) μήνες πριν από τη λήξη της, εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αρχικής χορήγησης. Η άδεια κατοχής χορηγείται στο όνομα εκείνων που νόμιμα εκπροσωπούν τους ανωτέρω φορείς, ενώ η άδεια οπλοφορίας στο όνομα εκείνων στους οποίους ανατίθεται η ασφάλεια των εγκαταστάσεων, οικημάτων. Οι κάτοχοι των αδειών αυτών υποχρεούνται με το πέρας της εργασίας τους, να παραδίδουν το όπλο στον εκπρόσωπο της επιχείρησης, στον οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια κατοχής του. Κατ’ εξαίρεση στις περιπτώσεις, που λόγω της φύσης της εργασίας ή άλλων ειδικών συνθηκών, δεν είναι δυνατή η παράδοση του όπλου, επιτρέπεται στον κάτοχο της αδείας οπλοφορίας να μεταφέρει το όπλο από τον τόπο της εργασίας του στην οικία του και αντίστροφα γεγονός, που αναφέρεται στην άδεια οπλοφορίας[10]. Οι χορηγούμενες άδειες οπλοφορίας, ισχύουν για την εδαφική αρμοδιότητα των Υπηρεσιών, που τις χορηγούν. Δύναται όμως, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου και εγγράφου συναινέσεως της Επιχείρησης, Τράπεζας ή Οργανισμού, όπου αυτό απαιτείται, η αρμόδια Υπηρεσία εφόσον κρίνει αναγκαίο θεωρεί την άδεια αυτή, για να ισχύει σε όλη την Επικράτεια ή μέρος αυτής[11]. Στην άδεια οπλοφορίας αναγράφονται οι προϋποθέσεις, με τις οποίες μπορεί ο κάτοχός της να φέρει τα όπλα που διαλαμβάνονται σ’ αυτή.

δ) για την προστασία προσώπων, με πιστόλια ή περίστροφα, χορηγείται άδεια οπλοφορίας, με χρονική διάρκεια ισχύος τριών -3- ετών και ανανεώνεται κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου, η οποία υποβάλλεται τουλάχιστον τρεις (3) μήνες πριν από τη λήξη της, εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αρχικής χορήγησης. Όταν η άδεια κατοχής χορηγείται για την προστασία προσώπων και για οποιοδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατή η χορήγηση αυτής σε νόμιμο εκπρόσωπο Οργανισμού ή Επιχείρησης, η άδεια εκδίδεται στο όνομα του ατόμου στο οποίο έχει ανατεθεί η προστασία του προσώπου[12]. Οι χορηγούμενες άδειες οπλοφορίας, ισχύουν για την εδαφική αρμοδιότητα των Υπηρεσιών, που τις χορηγούν. Δύναται όμως, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου και εγγράφου συναινέσεως της Επιχείρησης, Τράπεζας ή Οργανισμού, όπου αυτό απαιτείται, η αρμόδια Υπηρεσία εφόσον κρίνει αναγκαίο θεωρεί την άδεια αυτή, για να ισχύει σε όλη την Επικράτεια ή μέρος αυτής[13]. Στην άδεια οπλοφορίας αναγράφονται οι προϋποθέσεις, με τις οποίες μπορεί ο κάτοχός της να φέρει τα όπλα που διαλαμβάνονται σ’ αυτή.

ε) για μεταφορά χρημάτων ή αξιών, χορηγείται άδεια οπλοφορίας, (με περίστροφα, πιστόλια ή αυτόματα ή άλλα όπλα), με χρονική διάρκεια ισχύος τριών -3- ετών. Η άδεια κατοχής χορηγείται στο όνομα εκείνων που νόμιμα εκπροσωπούν τους ανωτέρω φορείς, ενώ η άδεια οπλοφορίας στο όνομα εκείνων στους οποίους ανατίθεται η ασφάλεια των αξιών και χρηματαποστολών και ανανεώνεται κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου, η οποία υποβάλλεται τουλάχιστον τρεις (3) μήνες πριν από τη λήξη της, εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αρχικής χορήγησης. Οι χορηγούμενες άδειες οπλοφορίας, ισχύουν για την εδαφική αρμοδιότητα των Υπηρεσιών, που τις χορηγούν. Δύναται όμως, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου και εγγράφου συναινέσεως της Επιχείρησης, Τράπεζας ή Οργανισμού, όπου αυτό απαιτείται, η αρμόδια Υπηρεσία εφόσον κρίνει αναγκαίο θεωρεί την άδεια αυτή, για να ισχύει σε όλη την Επικράτεια ή μέρος αυτής[14]. Στην άδεια οπλοφορίας αναγράφονται οι προϋποθέσεις, με τις οποίες μπορεί ο κάτοχός της να φέρει τα όπλα που διαλαμβάνονται σ’ αυτή.

1.1.4        Ευρωπαϊκό Δελτίο Πυροβόλου Όπλου

Το ευρωπαϊκό δελτίο πυροβόλου όπλου (Αρθρο 24 N.2168/1993)

  1. εκδίδεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή και είναι προσωπικό έγγραφο, επί του οποίου αναγράφονται το ή τα πυροβόλα όπλα που κατέχει και χρησιμοποιεί ο κάτοχος του δελτίου. Επί του δελτίου αναγράφονται οι αλλαγές της κατοχής ή των χαρακτηριστικών του πυροβόλου όπλου, καθώς και η απώλεια ή η κλοπή του όπλου.
  2. Η μέγιστη περίοδος ισχύος του δελτίου είναι πενταετής δυνάμενη να παραταθεί. Αν το δελτίο αφορά μόνο πυροβόλα όπλα μιας βολής ανά λεία κάνη, η μέγιστη περίοδος ισχύος του είναι δεκαετής.
  3. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζονται οι όροι χορήγησης του δελτίου και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σ αυτό.

1.1.5        Έλεγχος εγγράφων:

Για τον έλεγχο όλων των προαναφερομένων αδειών (Κατοχής – Οπλοφορίας Κατοχής και Οπλοφορίας καθώς επίσης και για το Ευρωπαϊκό Δελτίο), θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις καταχωρήσεις που αφορούν στην ορθότητα των αναγραφόμενων στοιχείων και ιδιαίτερα σε αυτά που αναγράφονται για τον κάτοχο, τα στοιχεία του όπλου, τη χρονική και την εδαφική ισχύ που έχουν καταχωρηθεί στην εν λόγω άδεια.

Σύμφωνα με το άρθρο 9 της υπ’ αριθ.:3009/2/23-α από 31-8-1994 απόφασης τ. Υ.Δ.Τ. επί των αδειών, θα πρέπει να αναγράφονται τα ακόλουθα στοιχεία:

  1. 1. Τα στοιχεία του ενδιαφερομένου κατά τις διακρίσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1 εδάφ. α της παρούσας.
  2. 2. Το είδος της αδείας.
  3. 3. Ο τόπος άσκησης της συγκεκριμένης δραστηριότητας, προκειμένου περί των αναφερομένων στα άρθρα 5 και 6 του νόμου 2168/1993 αδειών.
  4. 4. Ημερομηνία έκδοσης και ημερομηνία λήξης.
  5. 5. Όροι και περιορισμοί, με τους οποίους χορηγείται η συγκεκριμένη άδεια, ως και τα μέτρα ασφαλείας, που επιβάλλεται να λαμβάνονται από τον ενδιαφερόμενο, σε κάθε περίπτωση.
  6. 6. Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, κατά την κρίση της αρμόδιας για τη χορήγηση κάθε άδειας αστυνομικής αρχής.

1.1.6        Εκρηκτικές ύλες:

1.1.6.1  Ορισμός:

Εκρηκτική ουσία είναι στερεά ή υγρή ουσία (ή μίγμα ουσιών) η οποία είναι αφ’ εαυτής ικανή, μέσω χημικής αντίδρασης να παράγει αέριο υπό τοιαύτη θερμοκρασία και πίεση και με τέτοια ταχύτητα ώστε να προκαλέσει ζημιά στον περιβάλλοντα χώρο.

Με εξαίρεση την πυρίτιδα κυνηγιού, απαγορεύεται η αγορά, μεταφορά και κατανάλωση εκρηκτικών υλών, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής. Τα δικαιολογητικά και η διαδικασία έκδοσης της ανωτέρω άδειας, καθορίζονται στην υπ’ αριθ.: 3009/2/23-α από 31-8-1994 υπουργική απόφαση (Φ.Ε.Κ. Β΄ 696)

Ειδικότερα, οι άδειες αγοράς, μεταφοράς και κατανάλωσης εκρηκτικών υλών, χορηγούνται από τις κατά τόπους αστυνομικές αρχές (Διευθύνσεις Ασφαλείας ή Αστυνομικές Διευθύνσεις), ισχύουν για έξι (6) μήνες με δυνατότητα παράτασης άλλων έξι (6) μηνών και επ’ αυτών αναγράφονται τα στοιχεία του αγοραστή και η ποσότητα της εκρηκτικής ύλης, η μεταφορά ή κατανάλωση της οποίας δύναται να πραγματοποιηθεί άπαξ ή τμηματικά.

Οι άδειες αγοράς, μεταφοράς και κατανάλωσης εκρηκτικών υλών εκδίδονται σε τέσσερα (4) αντίτυπα. Τα δύο (2) παραδίδονται στον αγοραστή, το τρίτο αποστέλλεται στην Αστυνομική Αρχή του τόπου προμήθειας των εκρηκτικών υλών και το τέταρτο παραμένει ως στέλεχος.

Ο αγοραστής παραδίδει και τα δύο αντίτυπα της άδειας στον πωλητή (κατασκευαστή ή έμπορο), ο οποίος καταχωρεί οπισθογράφως την χορηγηθείσα ποσότητα εκρηκτικής ύλης, τον αριθμό και την χρονολογία του τιμολογίου ως και την ημερομηνία χορήγησης με την υπογραφή του και το μεν ένα αντίτυπο το φυλάσσει ο ίδιος ως δικαιολογητικό πωλήσεως, το δε έτερο επιστρέφει στον αγοραστή για τον αστυνομικό έλεγχο.

Στις άδειες αυτές, οι Υπηρεσίες που τις εκδίδουν, εφόσον δεν υπάρχουν νομίμως λειτουργούσες αποθήκες εκρηκτικών υλών για να αποθηκευτούν οι αγορασθείσες ποσότητες εκρηκτικών υλών, θέτουν τον όρο «Σε δόσεις ημερήσιας κατανάλωσης, με υποχρέωση μετά το πέρας των εργασιών για επιστροφή των εκρηκτικών που δεν καταναλώθηκαν, στον προμηθευτή έμπορο».

1.1.6.2  Παράγωγη – αποθήκευση & διάθεση σε κατανάλωση εκρηκτικών υλών – μέτρα ασφάλειας.

Για την εγκατάσταση και λειτουργία εργοστασίων και αποθηκών εκρηκτικών υλών, απαιτείται άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

Για την αποθήκευση εκρηκτικών υλών εντός λατομείων – μεταλλείων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού αυτών, ενώ για την παραγωγή τέτοιων υλικών μέσα στους προαναφερόμενους χώρους απαιτείται η πιο πάνω άδεια.

Δεν απαιτείται άδεια λειτουργίας για εναποθήκευση:

  1. Μέχρι τριών (3) κιλών εκρηκτικών υλών των ομάδων επικινδυνότητας 1.1 (πλην 1.1Α) και 1.2, εκρηκτικές ύλες προβλεπόμενες από την 3329/15-2-1989 κοινή Υπουργική Απόφαση.
  2. Μέχρι είκοσι (20) κιλών εκρηκτικών υλών των Ομάδων Επικινδυνότητας 1.3 και 1.4.
  3. Μέχρι εκατό (100) κιλών άκαπνης πυρίτιδας κυνηγιού.
  4. Μέχρι τριάντα χιλιάδων (30.000) τεμαχίων φυσιγγίων και εκατό χιλιάδων (100.000) τεμαχίων καψυλλίων κυνηγιού.
  5. Για την εναποθήκευση περισσότερων ποσοτήτων των πιο πάνω απαιτείται άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας αποθηκών του Υπουργείου Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

Πριν τη διάθεση εκρηκτικών υλών στην αγορά, απαιτείται έγκριση κυκλοφορίας της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Η έγκριση αυτή απαιτείται για τα εγχώρια και για τα εισαγόμενα εκρηκτικά με εξαίρεση των προερχομένων από τις Χώρες της Ε.Ε., εφόσον έχουν έγκριση κυκλοφορίας από την χώρα προέλευσής τους.

Δεν απαιτείται έγκριση κυκλοφορίας, για τα φυσίγγια και καψύλλια κυνηγιού

Αρμόδια όργανα για τον έλεγχο εφαρμογής της ως άνω Κ.Υ.Α. είναι οι οικείες Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και της Ελληνικής Αστυνομίας.

1.1.6.3  Μέτρα Ασφαλείας:

Στα εργοστάσια – εργαστήρια παραγωγής και στις νομίμως λειτουργούσες αποθήκες εκρηκτικών υλών λαμβάνονται, τα μέτρα ασφαλείας που αναλυτικά περιγράφονται στο άρθρο 2 της 3009/2/28-γ από 15-6-1994 (Φ.Ε.Κ. Β’-461)Υπουργικής απόφασης. Ενδεικτικά:

α. Τοποθετείται σύστημα συναγερμού, το οποίο καλύπτει όλα τα τμήματα του εργοστασίου – εργαστηρίων και αποθηκών.

β. Φυλάσσονται με φύλακες σε 24ωρη βάση.

γ. Ασφαλίζονται οι θύρες με ειδικές κλειδαριές ασφαλείας, κατά τις ώρες μη λειτουργίας αυτών.

δ. Αποκαθίσταται αμέσως κάθε φθορά των χώρων παρασκευής εκρηκτικών, των τοίχων, των θυρών και της περίφραξης.

ε. Τηρείται απαρεγκλίτως το όριο δυναμικότητας των αποθηκών εκρηκτικών υλών.

στ. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, λειτουργεί φωτισμός ασφαλείας, ο οποίος καλύπτει τα κυριότερα τμήματα και την περίφραξη του εργοστασίου.

1.1.6.4  Τήρηση Βιβλίων από Εμπόρους εκρηκτικών υλών

Φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορία εκρηκτικών υλών, υποχρεούνται να τηρούν ειδικά βιβλία, ο τρόπος τήρησης των οποίων και οι υποχρεώσεις των εν λόγω εμπόρων προβλέπονται στις διατάξεις της υπ’ αριθ. 3009/2/27-γ από 21-9-1994 υπουργικής απόφασης.

Ειδικότερα στο άρθρο 1 (Υποχρέωση τήρησης βιβλίων) της ως άνω απόφασης ορίζεται ότι:

«Φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορία εκρηκτικών υλών, υποχρεούνται να τηρούν ειδικά βιβλία ως ακολούθως:

Έμποροι εκρηκτικών υλών:

α. Βιβλίο αποθήκης εκρηκτικών υλών.

β. Βιβλίο πώλησης εκρηκτικών υλών.

Στο άρθρο 2 (Τρόπος τήρησης βιβλίων) της ως άνω απόφασης ορίζεται ότι:

-              «Στα προβλεπόμενα από το άρθρο 1 της παρούσας βιβλία, καταχωρούνται υποχρεωτικά όλα τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στα επισυναπτόμενα στην παρούσα παραρτήματα.

-              Οι ενδιαφερόμενοι δύνανται:

-              Παράλληλα με όλα τα ως άνω βιβλία, να τηρούν μηχανογραφημένα τα στοιχεία που προβλέπονται για τα βιβλία αυτά.

α. Απαγορεύεται οποιαδήποτε διόρθωση ή απόξεση επί των ανωτέρω βιβλίων.

β. Σε περίπτωση λάθους, αναγράφεται, με ερυθρό μολύβι, η φράση «Επανα-λαμβάνεται κατωτέρω υπ’ αυξ. αριθ.: …» και ολόκληρη η σχετική εγγραφή επαναλαμβάνεται.

Στο άρθρο 3 (Υποχρεώσεις εμπόρων) της ως άνω Απόφασης προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι οι έμποροι υποχρεούνται να επιτρέπουν, ανά πάσα στιγμή, στους αστυνομικούς των οικείων Υπηρεσιών τη διενέργεια ελέγχου των ανωτέρω βιβλίων ώστε να γίνεται διασταύρωση αυτών των τηρούμενων βιβλίων και λοιπών παραστατικών εγγράφων (βιβλία αγοράς & κατανάλωσης εκρηκτικών υλών, βιβλία αποθηκών, δελτία αποστολής, ημερήσιες καταχωρήσεις κατανάλωσης κ.ά.) για την εξακρίβωση τήρησης ή υπέρβασης της δυναμικότητας των αποθηκών εκρηκτικών υλών κατά τους αστυνομικούς ελέγχους στις τελευταίες.

1.1.6.5  Χρήση εκρηκτικών υλών από Γομωτές – Πυροδότες

Η χρήση των εκρηκτικών υλών σε οποιοδήποτε μέρος, συμπεριλαμβανομένων και των χώρων λατομικών και μεταλλευτικών εργασιών, επιτρέπεται να γίνεται μόνο από άτομα που κατέχουν άδεια γομωτή και πυροδότη. Η άδεια γομωτή και πυροδότη χορηγείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για τη χορήγηση της άδειας αυτής και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών τ. Δημόσιας Τάξης και Βιομηχανίας, τ. Ενέργειας και Τεχνολογίας {2254/230/Φ.6.9 από 21-12-1994 Κ.Υ.Α. (Φ.Ε.Κ. Β΄-73)}.

1.2               Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

1.2.1                    Εισαγωγή – Ορισμός

Η δραστηριότητα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι ένα φαινόμενο αναπόσπαστο με τις εξελίξεις και τις μεταλλάξεις των σύγχρονων κοινωνιών και οριοθετεί την προσπάθεια του οργανωμένου και όχι μόνο εγκλήματος να νομιμοποιήσει τα χρήματα που προέρχονται από τις πράξεις του. Το σημαντικό μέγεθος των χρηματικών αυτών ποσών, συνήθως διοχετεύεται, μέσω πολλαπλών συναλλαγών σε διάφορους επενδυτικούς στόχους με απώτερο στόχο την απομάκρυνση κάθε ύποπτου ίχνους που θα παρέπεμπε στην παράνομη πηγή προέλευσής τους. Εκτός του ρευστού χρήματος, το οποίο αποτελεί και το βασικό μέσο των παράνομων συναλλαγών, ο όρος «νομιμοποίηση εσόδων» περιλαμβάνει και άλλες μορφές περιουσιακών στοιχείων όπως τίτλοι ακινήτων, κοσμήματα, αυτοκίνητα, πλοία και αεροπλάνα, έργα τέχνης και πολλά άλλα.

Ο όρος «νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες (εγκληματικές) δραστηριότητες αναφέρεται διεθνώς σε πολλές νομοθετικές ρυθμίσεις, αναλύσεις και αναφορές με την ονομασία «money laundering». Στην Ελλάδα ο σχετικός όρος αναφέρεται για πρώτη φορά μέσω του Νόμου 2145/1993 σχετικά με τη ρύθμιση θεμάτων εκτελέσεως ποινών, επιταχύνσεως και εκσυγχρονισμού των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης και άλλων θεμάτων, και μέσω της τροποποίησης αυτού μέσω του άρθρου 2 του Ν2331/95 καταλήγουμε ότι «νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες- με την έννοια της διάπραξης σοβαρών ποινικών αδικημάτων- είναι το σύνολο των πράξεων ή των παραλείψεων με τις οποίες αποκρύπτεται η πραγματική προέλευση και ο δικαιούχος των παράνομα αποκτούμενων περιουσιακών στοιχείων, με τρόπο ώστε, εμφανίζοντας ότι προέρχονται από νόμιμη οικονομική δραστηριότητα, να διατηρεί τον έλεγχο επ’ αυτών»

Με τον όρο «εγκληματική δραστηριότητα» εννοούμε τις αξιόποινες, εγκληματικές πράξεις που σύμφωνα με το Νόμο 2331/95, είναι οι εξής:

•διακίνηση, παραλαβή, κατοχή, παρασκευή, νοθεία, καλλιέργεια, διάδοση χρήσης, διάθεση χώρου για χρήση, πλαστογραφία ή νόθευση συνταγής για διακίνηση, διάθεση από γιατρό ή φαρμακοποιό, ναρκωτικών.

• εισαγωγή, κατοχή, κατασκευή, μετασκευή, συναρμολόγηση, εμπορία, παράδοση, μεταφορά, παραλαβή, απόκρυψη ή αποδοχή με σκοπό τη διάθεση σε τρίτους όπλων, εκρηκτικών και γενικά πολεμικού υλικού.

• ληστεία

• εκβιασμός

• αρπαγή (απαγωγή) έγκλημα κατά της προσωπικής ελευθερίας, αποβλέποντας στα λύτρα που καταβάλλονται στους απαγωγείς για την απελευθέρωση των θυμάτων.

• κλοπή

• υπεξαίρεση

• απάτη

• παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων (αρχαιοκαπηλία)

• κλοπή φορτίου πλοίου αν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας

• διαμεσολάβηση έναντι ανταλλάγματος σε αφαίρεση ιστών, οργάνων. Απόκτηση με σκοπό τη μεταπώληση ιστών ή οργάνων

• οικονομικά αδικήματα κατά του δημοσίου ή νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

• διακεκριμένη λαθρεμπορία.

• παραβιάσεις της νομοθεσίας για τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες.

• μαστροπεία κατ’ επάγγελμα ή από κερδοσκοπία.

• παραβιάσεις της νομοθεσίας για τα τυχερά παιχνίδια.

• δωροδοκία για νόμιμες πράξεις.

• δωροδοκία για παράνομες πράξεις.

• δωροδοκία δικαστή.

• τοκογλυφία, αν αυτή ασκείται κατ’επάγγελμα ή κατά συνήθεια.

• λαθρομετανάστευση.

•λαθρεμπορία πυρηνικών υλικών και λοιπών ραδιενεργών ουσιών.

• δωροδοκία αλλοδαπού δημοσίου υπαλλήλου.

•απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

• σύσταση και συμμορία (συμφωνία ή ένωση με άλλο πρόσωπο για τη διάπραξη κακουργημάτων ή πλημμελημάτων).

1.2.2                    Ιστορικό

Ύστερα από την έκδοση της Οδηγίας 91/308/ΕΟΚ , τα κράτη μέλη έπρεπε να ενσωματώσουν την Οδηγία αυτή στην εθνική τους νομοθεσία. Και αυτό έπρεπε να το πράξουν το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1993, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 § 1 της Οδηγίας 91/308/ΕΟΚ. Έτσι και η Ελλάδα προχώρησε στην ψήφιση του νόμου 2145/1993, ο οποίος προσέθεσε στον Ποινικό μας Κώδικα το άρθρο 394Α για τη «Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα».

Για να διαπιστωθεί η πρόοδος που είχε κάνει μέχρι εκείνο το σημείο το Ελληνικό κράτος αναφορικά με την πρόληψη και καταστολή του ξεπλύματος, διενεργήθηκε επιτόπια «αμοιβαία εξέταση» τον Ιανουάριο του 1994 στην Αθήνα από εμπειρογνώμονες της FATF. Στις 23 Απριλίου 1994 οι εμπειρογνώμονες της FATF κατέληξαν σε συμπεράσματα δυσάρεστα για την ελληνική νομοθεσία και στην έκθεση που παρέδωσαν ανέφεραν εν ολίγοις ότι η χώρα μας παρά τα όποια θετικά βήματα είχε κάνει μέχρι τότε για την καταπολέμηση του φαινομένου της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, δεν είχε θεσπίσει ένα πλήρες πρόγραμμα για την αντιμετώπιση του φαινομένου.

Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης αποτελούσε ελκυστικό στόχο για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και κρινόταν σκόπιμο να ληφθούν περαιτέρω πρωτοβουλίες από το τραπεζικό σύστημα της χώρας και να γίνουν μεγαλύτερες προσπάθειες για την πλήρη εφαρμογή των συστάσεων και οδηγιών της FATF. Η Ελληνική Κυβέρνηση θα πληροφορούσε τα μέλη της FATF για την πρόοδο που είχε κάνει σχετικά με την εφαρμογή των 40 Συστάσεων πριν από το τέλος του 1994. Η δεύτερη αμοιβαία εξέταση της Ελλάδος, θα γινόταν κατά την έναρξη του δεύτερου γύρου, στις αρχές του 1996».

H προσπάθεια λοιπόν που κατέβαλε η Ελλάδα δεν κρίθηκε επαρκής και πέρα από τα παραπάνω ασκήθηκε και προσφυγή σε βάρος της Ελλάδος για πλημμελή ενσωμάτωση της Οδηγίας 91/308/ΕΟΚ. Υπό την πίεση μιας καταδίκης η Ελλάδα προχώρησε στη λήψη άμεσων μέτρων. Ακολούθησε απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, τον Ιούνιο του 1994, με την οποία συγκροτήθηκε ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την κατάρτιση σχεδίου νόμου για την συμπλήρωση της ελληνικής νομοθεσίας σχετικά με την πρόληψη και την καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Το σχέδιο που κατήρτισε η επιτροπή αυτή, υπεβλήθη στον Υπουργό Δικαιοσύνης δέκα περίπου μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1994. Έτσι η χώρα μας προέβη στην ψήφιση του νόμου 2331/1995 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, στον οποίο ουσιαστικά εντάχθηκε ολόκληρη η οδηγία και καταργήθηκε το άρθρο 394Α από τον Ποινικό μας Κώδικα.

1.2.3        Νομοθετικό πλαίσιο και περιεχόμενο

Ο ΝΟΜΟΣ 2331/1995

Στα πρώτα άρθρα του νόμου παρατίθενται βασικοί ορισμοί εννοιών που χρησιμοποιούνται συχνότατα στις υπόλοιπες ρυθμίσεις του νόμου. Ορίζεται εξαρχής τι περιλαμβάνει ο όρος «εγκληματική δραστηριότητα» και ποια αδικήματα εσωκλείει στην αναφορά του. Επίσης, παρατίθενται ορισμοί για τις έννοιες της περιουσίας , του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, της αρμόδιας αρχής κτλ. Σε ένα σημείο και πιο συγκεκριμένα στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 αναφέρεται ότι «Τα εγκλήματα του άρθρου αυτού τιμωρούνται ακόμη και στην περίπτωση που η εγκληματική δραστηριότητα έλαβε χώρα στην αλλοδαπή και δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων».

Από τη διάταξη αυτή φαίνεται ότι η Ελλάδα επιφυλάσσει για τον εαυτό της το δικαίωμα να τιμωρήσει το δράστη της νομιμοποίησης εσόδων στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το αν θα τιμωρηθεί ο υπαίτιος της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, ο οποίος για την αξιόποινη πράξη που πραγμάτωσε στην αλλοδαπή μπορεί να υπάγεται στη δικαιοδοσία εκείνης της χώρας. Ο συγκεκριμένος νόμος θα μπορούσε να θεωρηθεί μία καλή βάση και αρχή των όσων επακολούθησαν στην ελληνική νομοθεσία.

Ο ΝΟΜΟΣ 3424/2005

Ο ν. 3424/2005 συντάχθηκε και ψηφίστηκε με σκοπό την Τροποποίηση, συμπλήρωση και αντικατάσταση διατάξεων του ν.2331/1995 (ΦΕΚ 173Α΄) και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες διατάξεις. Ο νέος νόμος περιλαμβάνει σημαντικές αλλαγές οι οποίες περιγράφονται συνοπτικά παρακάτω.

Ενώ με την παλαιότερη διατύπωσή του ο ν. 2331/1995 καθόριζε την «προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα» στο άρθρο 1 με πίνακα αποκλειστικά απαριθμούμενων εγκλημάτων, όπου περιλαμβάνονταν 24 κατηγορίες εγκλημάτων, με την τροποποίηση του ν. 3424/2005 ο πίνακας υπέστη μετατροπή και , εκτός του ότι μεταβαπτίζει την «προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα» σε «βασικό έγκλημα», περιλαμβάνει πλέον 16 βασικά εγκλήματα, τα οποία αναφέρονταν κατά βάση και στον αρχικό ν. 2331/1995 και επιπλέον μία ακόμα γενική κατηγορία εγκλημάτων: « κάθε αξιόποινη πράξη» που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας άνω των 6 μηνών, εφόσον προέκυψε από την τέλεσή της περιουσία μεγαλύτερη των €15.000.

Σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 1 περ. α΄ Ν.2331/1995 , για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου του ιδίου νόμου, ο όρος «εγκληματική δραστηριότητα» ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της «νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα» (όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 1 περ. β΄ Ν. 2331/1995 και τιμωρείται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου), νοηματοδοτείται μέσα από μία σειρά εγκλημάτων.

Η πρώτη σημαντική διαφοροποίηση, σε σχέση με ότι ίσχυε μέχρι την πρόσφατη τροποποίηση, διαπιστώνεται από την ανάγνωση του οικείου καταλόγου. Έτσι λοιπόν , ενώ στον παλαιότερο πίνακα απαριθμούνται περιοριστικά 24 επιμέρους κατηγορίες εγκλημάτων, ακολουθείται πλέον ένα διπλό σύστημα προσδιορισμού των εγκληματικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, στην πρώτη κατηγορία απαριθμούνται σε πίνακα στον οποίο προβλέπονται περιοριστικά 16 υπο-κατηγορίες εγκλημάτων, τα οποία και καλούνται «βασικά εγκλήματα», ενώ στη δεύτερη κατηγορία γενικά και αφηρημένα προβλέπονται εγκλήματα με βάση την προβλεπόμενη ποινή και το ύψος της περιουσίας που προέκυψε από την πραγμάτωση της αξιόποινης πράξης.

Με το νέο νόμο 3424/2005 προστέθηκαν νέοι παράγοντες που υποχρεούνται να βοηθήσουν τις αρχές στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και είναι οι εξής:

  • • Τα Πιστωτικά Ιδρύματα
  • • Οι Χρηματοπιστωτικοί Οργανισμοί
  • • Οι Εταιρίες Χρηματοδοτικής Μίσθωσης
  • • Οι Εταιρίες Πρακτορείας Επιχειρηματικών Απαιτήσεων Τρίτων
  • • οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου
  • • οι ορκωτοί λογιστές, ελεγκτές και εξωτερικοί λογιστές, καθώς και οι ελεγκτικές

εταιρείες

  • •οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι και οι εταιρείες φορολογικών ή

φοροτεχνικών συμβουλών

  • • οι κτηματομεσίτες και οι κτηματομεσιτικές εταιρείες
  • •τα καζίνο, τα καζίνο του διαδικτύου (internet) και οι εταιρείες διοργάνωσης τυχερών παιχνιδιών
  • • οι οίκοι δημοπρασίας
  • • οι έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας και οι εκπλειστηριαστές όταν η αξία της συναλλαγής υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ είτε η πληρωμή γίνεται εφάπαξ είτε με δόσεις
  • •οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι όταν συμμετέχουν είτε βοηθώντας στο σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων, τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων, την οργάνωση των εισφορών των αναγκαίων για τη δημιουργία, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση καταπιστευματικών εταιρειών, επιχειρήσεων ή ανάλογων μονάδων, είτε ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων. Η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν ο ίδιος ο νομικός σύμβουλος συμμετέχει σε δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων

εσόδων, εάν οι νομικές συμβουλές παρέχονται με αποκλειστικό σκοπό τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ή εάν ο δικηγόρος γνωρίζει ότι ο πελάτης του ζητεί νομικές συμβουλές προκειμένου να προβεί σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

  • •οι ταχυδρομικές εταιρείες, μόνο στην έκταση που ασκούν τη δραστηριότητα της διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων. Η Τράπεζα της Ελλάδος, στα πλαίσια της εποπτείας της επί των εταιρειών αυτών, συνεργάζεται με το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών και με την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.

Ένα ακόμη ζήτημα που προέκυψε από τη θέσπιση του νόμου 3424/2005 είναι η Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή με την επωνυμία :            « Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες». Εισήχθη στην Ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 7 ν.3424/2005174, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 7 ν. 2331/1995. Αντικαταστάθηκε λοιπόν έτσι η επιτροπή του (προγενέστερου) άρθρου 7 από την Εθνική αυτή Αρχή που στόχο έχει την ουσιώδη συμβολή στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Πρόκειται για μια ενδεκαμελή επιτροπή, την οποία προεδρεύει επίτιμος δικαστικός και η οποία συγκροτείται από εκπροσώπους Υπουργείων και διαφόρων ελεγκτικών φορέων, μετέχει δε σε αυτήν και εκπρόσωπος της Ένωσης Τραπεζών που έτσι καθίσταται κι ελεγχόμενος κι ελέγχων εν ταυτό φορέας. Πάντως ο δικαστικός που προεδρεύει πρέπει οπωσδήποτε να τελεί επί τιμή, εξαιτίας του άρθρου 89§3 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς.

H Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες οι οποίες ορίζονται από το άρθρο 7 ως εξής:

  • • συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται σε αυτήν και σχετίζονται με ύποπτες συναλλαγές νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 6 του ν. 2331/1995.
  • • δέχεται, διερευνά και αξιολογεί κάθε πληροφορία σχετική με συναλλαγές νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που διαβιβάζεται σε αυτήν από αλλοδαπούς φορείς, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής.
  • • έχει πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής τήρησης και

επεξεργασίας δεδομένων, περιλαμβανομένου του συστήματος Τειρεσίας. Στο πλαίσιο των ερευνών της δεν ισχύει το φορολογικό απόρρητο.

  • • μπορεί να διενεργεί οικονομικούς ελέγχους, σε σοβαρές κατά την κρίση της περιπτώσεις, σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή σε οργανισμούς και επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση άλλης Αρχής.
  • • ζητά, κατά τη διάρκεια των ελέγχων της προηγούμενης περίπτωσης, στοιχεία που αφορούν την κίνηση τραπεζικών λογαριασμών ή λογαριασμών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
  • • ζητά τη συνεργασία υπηρεσιών και οργανισμών οποιασδήποτε μορφής και την παροχή στοιχείων, ακόμα και από δικαστικές αρχές, εξ αφορμής του ελέγχου και της έρευνας στοιχείων σχετικών με εγκληματικές δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων, προερχόμενων από την τέλεση των εγκλημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1.
  • • ενημερώνει εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τον διαβιβάζοντα την πληροφορία ότι την έλαβε και του παρέχει άλλα σχετικά στοιχεία χωρίς όμως να παραβιάζεται το απόρρητο των προανακριτικών της ενεργειών ή να δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
  • • αξιολογεί και διερευνά πληροφορίες και αναφορές που διαβιβάζονται σε αυτή από αρμόδιους φορείς της χώρας μας ή από τα αρμόδια όργανα διεθνών οργανισμών και αφορούν το έγκλημα της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, σύμφωνα με την αριθμ. 1373/2002 Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και με τους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αριθ. 467/2001, 2580/2001 και 308/2002 όπως και με κάθε άλλη συναφή προς το θέμα αυτό πράξη των διεθνών οργανισμών και λαμβάνει τα απαραίτητα σχετικά μέτρα για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.
  • • Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας και έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες, των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους για πέντε έτη μετά την ακούσια ή εκούσια αποχώρησή τους από την Αρχή.
  • • Η Αρχή υποστηρίζεται από επιστημονικό, διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό που αποσπάται από τα Υπουργεία και τους δημόσιους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 4, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας, Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας. Για το σκοπό αυτόν, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του Προέδρου της Αρχής, συνιστώνται και κατανέμονται έως πενήντα (50) συνολικά θέσεις, οι οποίες πληρούνται μόνο με απόσπαση. Ειδικότερα, σε θέσεις επιστημονικού προσωπικού αποσπώνται άτομα με ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε αντιμετώπιση υποθέσεων νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι αποσπάσεις του προσωπικού που αναφέρεται στα προηγούμενα εδάφια γίνονται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από πρόταση του Προέδρου της Αρχής. Οι υπηρετούντες με απόσπαση στην Αρχή λαμβάνουν το σύνολο των πάσης φύσεως αποδοχών και επιδομάτων από την υπηρεσία από την οποία έχουν αποσπασθεί, πλην αυτών που σχετίζονται με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους.
  • • Για τα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο αυτόν και τα συναφή με αυτά, οι υπάλληλοι της Αρχής θεωρούνται ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι. Οι υπάλληλοι αυτοί δεν κωλύονται να εξεταστούν ως μάρτυρες στο ακροατήριο εκ του ότι ενήργησαν ανακριτικές πράξεις για τα εγκλήματα τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του νόμου αυτού και τα συναφή με αυτά. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 243 Κ.Π.Δ., εποπτεύουν τους προαναφερόμενους ειδικούς προανακριτικούς

υπαλλήλους κατά τη διενέργεια προανάκρισης και προκαταρτικής εξέτασης. Η εποπτεία αυτή συνίσταται ιδίως στο δικαίωμα να ενημερώνονται για όλες τις πληροφορίες ή καταγγελίες που περιέρχονται στις υπηρεσίες της Αρχής, να λαμβάνουν γνώση όλων των υποθέσεων που χειρίζονται και να παρακολουθούν την πορεία τους, να δίδουν οδηγίες, να κατευθύνουν και να παρίστανται κατά τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων. Κατά τη διάρκεια της προδικαστικής έρευνας επιτρέπεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, η προσαγωγή μαρτύρων και υπόπτων στην έδρα της Αρχής για εξέταση. Η κατά τα ανωτέρω σχηματιζόμενη δικογραφία διαβιβάζεται μετά την περάτωσή της στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.

  • • Όταν η Αρχή θεωρεί ορισμένη σύμβαση ή συναλλαγή ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, συντάσσει αιτιολογημένο πόρισμα και το αποστέλλει μαζί με το φάκελο της υπόθεσης στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Σε διαφορετική περίπτωση θέτει την υπόθεση στο αρχείο, από όπου είναι δυνατόν να ανασυρθεί, συσχετιζόμενη με την ίδια ή με οποιαδήποτε άλλη ύποπτη κατά την προαναφερόμενη έννοια, σύμβαση ή συναλλαγή.
  • • Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν τη λειτουργία της Αρχής.
  • • Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, οι αποδοχές του Προέδρου, η αποζημίωση των Μελών, καθώς και τυχόν πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού που υπηρετεί με απόσπαση και βαρύνουν τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
  • • Ο Πρόεδρος της Αρχής και τα Μέλη αυτής υποβάλλουν κατ’ έτος στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την προβλεπόμενη από το ν. 3023/2002 (ΦΕΚ 146 Α΄), όπως εκάστοτε ισχύει, δήλωση περιουσιακής κατάστασης.

Ο ΝΟΜΟΣ 3691/2008

Βάση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου αποτελεί ο Ν.3691/05.08.2008, ο οποίος αναβαθμίζει σημαντικά τους μηχανισμούς πρόληψης του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας της χώρας μας και ενσωματώνει τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καθώς και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αποτελεί εφαρμοστικό μέτρο της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ. Ο Ν.3691/2008 είναι ο τρίτος κατά σειρά νόμος που ψηφίζεται στη χώρα μας για την θωράκισή της από το ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας μετά τον Ν.2331/1995 και τον Ν.3424/2005 που ενσωμάτωσαν στην ελληνική νομοθεσία τις διατάξεις των Οδηγιών 91/308/ΕΟΚ και 2001/97/ΕΚ αντιστοίχως.

Αντικείμενο του Ν.3691/05.08.2008, αποτελεί η πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν οι ανωτέρω δραστηριότητες. Τα πρόσωπα που υπόκεινται στις υποχρεώσεις του νέου νόμου είναι:

  • • Τα πιστωτικά ιδρύματα
  • • Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί
  • • Οι εταιρίες κεφαλαίου επιχειρηματικών συναλλαγών
  • • Οι ορκωτοί λογιστές , ελεγκτές, εξωτερικοί λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρίες
  • • Οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι και οι αντίστοιχες εταιρίες
  • • Οι κτηματομεσίτες και οι κτηματομεσιτικές εταιρίες
  • • Οι οίκοι δημοπρασίας
  • •Οι έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας για αξία συναλλαγής μεγαλύτερη των €15.000 (εφάπαξ ή τμηματικά)
  • • Οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι
  • • Οι εταιρίες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου
  • • Τα καζίνο, τα καζίνο επί πλοίων με ελληνική σημαία και οι επιχειρήσεις- οργανισμοί του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα που διοργανώνουν τυχερά παιχνίδια και πρακτορεία που σχετίζονται με τις δραστηριότητες αυτές
  • • Ο εκπλειστηριαστές
  • • Οι ενεχυροδανειστές
  • • Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες σε εταιρίες και καταπιστεύματα.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, συνίσταται καταρχήν στη μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε αυτές, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του.

Το ρυθμιστικό πλαίσιο του νόμου 3691/2008 καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις απόκρυψης ή συγκάλυψης της αλήθειας, με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τρόπο με τον οποίον αυτή αποκτήθηκε ή την κυριότητα επί περιουσιακών στοιχείων ή σχετικών με αυτά δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος, ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιου είδους δραστηριότητες.

Περαιτέρω, «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» αποτελεί και η απόκτηση, κατοχή, διαχείριση ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης του γεγονότος, ότι αυτή προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες ή, ομοίως, από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, καθώς και η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν, ή τη διακίνηση μέσω αυτού, εσόδων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.

Στις διατάξεις του ίδιου ως άνω νόμου υπάγεται και η περίπτωση της σύστασης και λειτουργίας οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσότερων από τις παραπάνω αναφερόμενες πράξεις και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού.

Ποια είναι όμως η έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας» στα πλαίσια της εφαρμογής του προκείμενου νόμου;

Ως εγκληματικές δραστηριότητες νοούνται η διάπραξη ενός ή περισσότερων εκ των λεγόμενων «βασικών» αδικημάτων που αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 3 του νόμου 3691/2008. Τα βασικά αυτά αδικήματα είναι η εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, οι τρομοκρατικές πράξεις και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (άρθρο 187Α ΠΚ), η παθητική και ενεργητική δωροδοκία (άρθρα 235 και 236 ΠΚ), η δωροδοκία δικαστή (άρθρο 237 ΠΚ), η εμπορία ανθρώπων (άρθρο 323Α ΠΚ), η απάτη με υπολογιστή (άρθρο 386Α ΠΚ) και η σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ).

Στις εγκληματικές δραστηριότητες που εμπίπτουν στη ρύθμιση του ανωτέρω νόμου ανήκουν και αυτές που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 20, 21, 22 και 23 του Κώδικα Νόμου περί Ναρκωτικών (ν. 3459/2006), των άρθρων 15 και 17 του νόμου για τα όπλα, τα πυρομαχικά και τις εκρηκτικές ύλες (ν. 2168/1993), των άρθρων 53, 54, 55, 61 και 63 του νόμου για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς (ν. 3028/2002), των άρθρων 29 και 30 του νόμου για την προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης αγοράς (ν. 3340/2005), καθώς και άλλων νόμων, ανάμεσα στους οποίους διακριτή θέση καταλαμβάνουν αυτοί που αφορούν στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ν. 2803/2000) και τη δωροδοκία υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 3691/2008 και, παράλληλα, για το συντονισμό της δράσης των αρμόδιων αρχών και τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας, το άρθρο 8 ορίζει ως Κεντρική Συντονιστική Αρχή το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, ενώ ιδιαίτερης μνείας χρήζει η πρόβλεψη του άρθρου 7 για τη σύσταση και λειτουργία της Επιτροπής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η οποία τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι οι κυρώσεις που αφορούν αδικήματα που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι ποινικές και αρκετά αυστηρές.

Συμπερασματικά, ο νέος νόμος αντικαθιστά ουσιαστικά την προηγούμενη νομοθεσία και ενσωματώνει την οδηγία 2005/60/ΕΚ, επιβάλλει αυστηρότερες ποινές και διευρύνει τα εγκλήματα που περιλαμβάνονται στην έννοια «εγκληματικές δραστηριότητες»

1.3             Περί Ναρκωτικών

1.3.1        Γενικά

Η κατακόρυφη αύξηση της χρήσης ναρκωτικών τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναδείξει το πρόβλημα των ναρκωτικών σε ένα καίριο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά και σε ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα δημόσιας υγείας παγκοσμίως.

Η παραγωγή, διακίνηση και χρήση ναρκωτικών και εξαρτησιογόνων ουσιών είναι ένα φαινόμενο άμεσα συναρτούμενο με την εξέλιξη των οικονομικών, πολιτισμικών και κοινωνικών δομών σε παγκόσμιο επίπεδο. Το άνοιγμα των συνόρων, η εντατικοποίηση του παγκόσμιου μεταναστευτικού ρεύματος, η ραγδαία ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας και η διάδοση του καταναλωτικού τρόπου ζωής παρουσιάζουν νέες ευκαιρίες και προκλήσεις, αλλά και νέους κινδύνους στον αγώνα που καταβάλουν οι σύγχρονες κοινωνίες για την καταπολέμηση της εξάρτησης. Η διαιώνιση του φαινομένου σχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση νέων πηγών προσφοράς και νέων μεθόδων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, αλλά και με την εξέλιξη της ζήτησης που υποστηρίζεται από νέες πολιτισμικές και κοινωνικές αξίες που ευνοούν την χρήση ναρκωτικών ουσιών.

1.3.2         Έννοια — Ορισμός των ναρκωτικών

Τα ναρκωτικά είναι ουσίες, φυσικές ή συνθετικές, οι οποίες χρησιμοποιούνται είτε για ιατρικούς, είτε για μη ιατρικούς σκοπούς, των οποίων η επανειλημμένη πέραν του ιατρικού σκοπού χρήση, οδηγεί σε παροδική ή χρόνια τοξίνωση, δηλαδή δηλητηρίαση του οργανισμού.

Όταν η χρήση των ναρκωτικών (ιδιοσκευάσματα, φάρμακα κλπ.) γίνεται με ιατρική παρακολούθηση κάτω από ιατρικές οδηγίες και βεβαίως για ιατρικούς σκοπούς, τα αποτελέσματα δεν εγκυμονούν κινδύνους για την υγεία. Αντιθέτως, όταν η χρήση τους γίνεται για οποιονδήποτε άλλο σκοπό το κύριο γνώρισμά τους είναι ότι προκαλούν εξάρτηση του ανθρώπινου οργανισμού αφού δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα.

Η τοξίνωση του οργανισμού που προκαλείται από την χρήση των ναρκωτικών ουσιών, οδηγεί το άτομο σε συμπεριφορές συνεχούς αναζήτησης των ουσιών αυτών εις τρόπον ώστε να εκδηλώνει συμπεριφορές εμμονής προς συγκεκριμένες ενέργειες που κατευθύνουν τις εκδηλώσεις του. για την επιτυχία αυτού του σκοπού. Η συνολική αυτή συμπεριφορά, ψυχικής και σωματικής εξάρτησης περιγράφεται με τον όρο «τοξικομανία» ή με τον πρόσφατα χρησιμοποιούμενο ηπιότερο και πλέον ευδόκιμο όρο «ουσιοεξάρτηση».

Τα ναρκωτικά έχουν διαφορετική το- καθένα επίδραση στον ανθρώπινο οργανισμό και ειδικότερα στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ) του ανθρώπου, επειδή η σύσταση της κάθε ναρκωτικής ουσίας διαφέρει και για τον λόγο αυτό ο όρος «ναρκωτικά» δεν θεωρείται ακριβής ως προς τον προσδιορισμό του συνόλου αυτών των ουσιών.

Ορθότερος και πλέον δόκιμος είναι ο όρος «τοξικές ουσίες»

1.3.3        Σχετικοί με τα ναρκωτικά έννοιες και ορισμοί

Γενικοί

α) Ναρκωτικό: είναι κάθε ουσία που ορίζεται ως ναρκωτικό φάρμακο ή ψυχοτρόπος ουσία από τις τρεις συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών του 1961, 1971 και 1988. Κατά την έννοια του Ν. 3459/06, είναι τεχνητές ή φυσικές ουσίες που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλούν εξάρτηση του ανθρώπου από αυτές.

β) Προσωπική κατοχή και κατανάλωση (χρήση): είναι κάθε περίπτωση κατά την οποία κατάσχεται ένα ναρκωτικό, προοριζόμενο για την αποκλειστική χρήση κάποιου, δεν πρόκειται δε για περίπτωση οριζόμενη ως «Διακίνηση», «Καλλιέργεια», «Παρασκευή» και «Εκτροπή».

γ) Κατάσχεση: είναι κάθε περίπτωση κατά την οποία ένα ναρκωτικό ή μία χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ναρκωτικών, κατάσχεται από τις αρμόδιες για την επιβολή του νόμου Αρχές.

δ) Διακίνηση: είναι κάθε παράνομη εισαγωγή, εξαγωγή, μεταφορά, απόκτηση, πώληση, προμήθεια, αποστολή ή διανομή ενός ναρκωτικού ή χημικής ουσίας που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ναρκωτικών με σκοπό κάθε είδους περιουσιακό όφελος.

ε) Καλλιέργεια: είναι η φύτευση και καλλιέργεια της μήκωνος της υπνοφόρου, θάμνων κόκας και φυτών κάνναβης, όπως ορίζεται από τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1961.

Ειδικοί

α) «Ανοχή»: είναι η ανάγκη χρήσης συνεχώς αυξανόμενων ποσοτήτων της ναρκωτικής ουσίας, ώστε να επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

β) «Εθισμός ή εξάρτηση»: είναι η εξοικείωση του ανθρώπινου οργανισμού στις ναρκωτικές ουσίες, με αιτία τη συχνή λήψη τους, ώστε να καθίσταται αναγκαία η αύξηση της ποσότητάς τους, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Τα χαρακτηριστικά του εθισμού περιλαμβάνουν : ° Μεγάλη επιθυμία ή ανάγκη συνέχισης της λήψης του ναρκωτικού ή φαρμάκου με τη χρήση κάθε νόμιμου ή παράνομου μέσου και τρόπου ακόμη και με την διάπραξη εγκληματικών πράξεων. ° Τάση αύξησης της δόσης.

•           Ψυχολογική και βιολογική (ψυχοσωματική) εξάρτηση από τη δράση της ουσίας. β Καταστροφική επίδραση στο άτομο, την οικογένεια και την κοινωνία.

•           Απόλυτη κυριαρχία της τοξικής ουσίας στην προσωπικότητα του ατόμου το οποίο με τη δική του βούληση αδυνατεί πλέον να αποβάλλει την εξάρτηση.

γ) «Ψυχική εξάρτηση» : είναι η κατάσταση ευφορίας η οποία επιτυγχάνεται με την περιοδική ή συνεχή λήψη της ναρκωτικής ουσίας, με αντικειμενικό σκοπό την ένταση της ευχαρίστησης ή την αποτροπή της έντονης (σωματικής και ψυχικής) δυσφορίας από την πιθανή στέρησή της.

δ) «Σωματική εξάρτηση» : είναι η κατάσταση που εκδηλώνεται με έντονες και επώδυνες σωματικές διαταραχές όταν διακόπτεται αιφνίδια η λήψη της ναρκωτικής ουσίας.

ε) «Φαρμακευτική εξάρτηση» : είναι η κατάσταση που δημιουργείται από την επανειλημμένη χρήση ενός φαρμάκου, περιοδικά ή συνεχώς.

στ) «Σύνδρομο στέρησης» : είναι οι επώδυνες και βίαιες σωματικές αντιδράσεις που προκαλεί η διακοπή της λήψης της ναρκωτικής ουσίας όταν έχει διαμορφωθεί στο άτομο η κατάσταση εξάρτησης.

ζ) «Τοξικομανία» : είναι η συνεχής χρήση ναρκωτικών ουσιών έτσι ώστε να προκαλείται ψυχική και σωματική εξάρτηση.

η) «Καλλιεργητής προς ιδία κατανάλωση» : είναι εκείνος που καλλιεργεί φυτικό υλικό ώστε να παράγει ναρκωτικά για δική του κατανάλωση. Τα ναρκωτικά που παράγονται με τον τρόπο αυτό δεν προορίζονται για πώληση.

θ) «Εμπορική καλλιέργεια» : είναι η καλλιέργεια φυτών σε μεγάλη κλίμακα για την παραγωγή ναρκωτικών που προορίζονται να πωληθούν στον τελικό καταναλωτή με σκοπό το κέρδος.

ι) «Υδροπονική καλλιέργεια» : είναι κάθε ενεργό περιβάλλον καλλιέργειας που χρησιμοποιεί ειδικό εξοπλισμό και τεχνικές για ελεγχόμενη και αυτόματη παροχή θρεπτικών ουσιών, ύδατος, φωτός, θερμοκρασίας, κ.ά. στο οποίο συνήθως καλλιεργούνται φυτά χωρίς να χρησιμοποιείται έδαφος (π.χ. ορυκτό μαλλί, βράχοι λάβας, άμμος, κλπ).

ια) «Παρασκευή» : είναι κάθε μέθοδος παραγωγής, προετοιμασίας, επεξεργασίας, μεταποίησης, διύλισης και μετατροπής, εκτός της καλλιέργειας, μέσω της οποίας αποκτάται ένα ναρκωτικό φάρμακο, μια ψυχοτρόπος και χημική ουσία χρησιμοποιούμενη για την παρασκευή ναρκωτικών.

ιβ) «Εκτροπή» : είναι η παράνομη απόκτηση ναρκωτικού, το οποίο κανονικά διατίθεται στο εμπόριο ή διακινείται υποκείμενο σε περιοριστικούς κανονισμούς.

ιγ) «Εμπλεκόμενο πρόσωπο» : πρόσωπο εις βάρος του οποίου οι αρμόδιες για την επιβολή του νόμου Αρχές έχουν σοβαρές και συγκλίνουσες ενδείξεις ότι έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα. Οι σοβαρές και συγκλίνουσες ενδείξεις μπορεί να συνίστανται σε : ενσώματα στοιχεία, συγκλίνουσες μαρτυρίες, ομολογία, καταδίκη, εύλογες υποψίες, στοιχεία, ενδείξεις ή αποδείξεις.

ιδ) «Προβληματικός χρήστης»: εκείνος ο οποίος κάποια στιγμή 0α ζητήσει τη βοήθεια μιας θεραπευτικής υπηρεσίας για τη χρήση ηρωίνης.

1.3.4        Τα ναρκωτικά στο πέρασμα του χρόνου

Η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών ανάγεται στα βάθη των αιώνων. Βότανα, ρίζες, καρποί και φύλλα φυτών χρησιμοποιούνταν, για να ανακουφίσουν από τον πόνο και να θεραπεύσουν αρρώστιες. Η χρήση, λοιπόν, τέτοιων ουσιών δεν είναι πάντα κάτι κακό ή επικίνδυνο, καθώς χρησιμοποιούμενες σωστά αποτελούν σημαντικά θεραπευτικά εργαλεία στα χέρια των ανθρώπων. Ο άνθρωπος όμως από θεραπευτικά μέσα τα μετέτρεψε σε μέσα απόλαυσης και ηδονής, που όμως πολλές φορές τον έχουν οδηγήσει στην καταστροφή και στον θάνατο. Οι ουσίες αυτές προκαλούν παροδικά αισθήματα ευφορίας, δύναμης και ευεξίας, αλλά πολύ γρήγορα καθιστούν τον χρήστη έρμαιο τους.

Μέχρι τα τέλη τον 19ου αιώνα η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών ήταν ελεγχόμενη και δεν είχε λάβει τις διαστάσεις που παρουσιάζει στις μέρες μας. Στη ραγδαία επιδείνωση του προβλήματος οδήγησαν η αλματώδης πρόοδος της Χημείας, (καθώς εκτός από τις ουσίες που λαμβάνουν από τη φύση παράχθηκαν και συνθετικές τέτοιες ουσίες) η εκμηδένιση των γεωγραφικών αποστάσεων και τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονται από το εμπόριο αυτών των ουσιών.

Το πρόβλημα έκανε αισθητή την παρουσία του στη Χώρα μας τα τέλη του 1970 και από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 εξαπλώθηκε ταχύτατα, ειδικά μετά τις πολιτικοκοινωνικές – οικονομικές αλλαγές που επήλθαν στην Ευρώπη (1989- 1991). Η αλλαγή προτύπων και παραδοσιακών αξιών, η αποξένωση, οι σύγχρονοι ρυθμοί ανάπτυξης, η κατάκτηση της ευτυχίας με την απόκτηση εύκολου πλουτισμού, το χαλάρωμα της οικογενειακής συνοχής, συνέβαλαν και αποτέλεσαν μαζί τις συνισταμένες του προβλήματος των ναρκωτικών.

Ένα επιβαρυντικό στοιχείο που καταγράφεται στην αύξηση της διάδοσης των ναρκωτικών στη Χώρα μας είναι η γεωπολιτική θέση της, καθόσον βρίσκεται στο σταυροδρόμι των βασικών χωρών παραγωγής (Ν.Δ.-Ν.Α. Ασίας)

και των Χωρών κατανάλωσης (Δ. Ευρώπη) ναρκωτικών ουσιών και η γειτνίαση με χώρες που εισήλθαν δυναμικά στην παραγωγή ναρκωτικών, οι οποίες ειδικά τα τελευταία χρόνια μετατράπηκαν σε αποθήκες ναρκωτικών.

1.3.5        Τα είδη των Ναρκωτικών

Οπιούχα:

  • Μορφίνη
  • Κωδείνη
  • Ηρωίνη

Λαμβάνονται από τη μύτη(εισπνεόμενα) από το στόμα (μασόμενα) με κάπνισμα ή με ενδοφλέβια ένεση.

Ηρωίνη

Κοκαίνη Κοκαΐνη

Παραισθησιογόνα

LSD

  • Ψιλοκυβίνη
  • Μεσκαλίνη κ.λ.π

LSD

Το πρόβλημα των συνθετικών ναρκωτικών

Τα συνθετικά ναρκωτικά έχουν καταστεί ένα πραγματικό παγκόσμιο πρόβλημα κατά τα τελευταία έτη. Αυτό αντανακλάται κυρίως με την κατακόρυφη αύξηση στην παραγωγή αμφεταμίνης και των παραγώγων της-κυρίως ECSTASY και των διαφορετικών μορφών μεθαμφεταμίνης. Αυτό καταδεικνύεται σαφώς από την δραματική αύξηση στις κατασχέσεις συνθετικών ναρκωτικών σε παγκόσμιο επίπεδο.

ECSTASY

Κάνναβη

Τι είναι η κάνναβη

Η κάνναβη είναι ένα φυτό του οποίου η τετραυδροκαναβινόλη είναι η κύρια δραστική ουσία

Είναι ψυχοδραστική ουσία, η οποία ενεργεί στο κεντρικό νευρικό σύστημα

Η συγκέντρωση της τετραυδροκαναβινόλης διαφέρει ανάλογα με την ποικιλία του φυτού, την προέλευσή του και τις προετοιμασίες του προιόντος. Η ένταση των αποτελεσμάτων εξαρτάται από αυτό

Αμφεταμίνες

Δυνατά διεγερτικά. Επιταχύνουν την εγκεφαλική δράση και παράγουν υπερφυσική ενεργητικότητα έως νευρική υπερδιεγερσιμότητα. Πιθανόν θανατηφόρα σε υπέρβαση δόσης. Είναι ουσίες που επιδρούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Το πιο γνωστό είναι η αμφεταμίνη. Ο επικρατέστερος διεθνής όρος είναι “Speed”

Βενζοδιαζεπίνες

(Librium-Valium-Stedon-Tavor-Lexotanil)

Ελαττώνουν ελάχιστα την αυθόρμητη ενεργητικότητα, συνεργούν ως αντιεπιληπτικά και υπνωτικά, έχουν μυοχαλαρωτική δράση και αγχολυτική επί νευρώσεων. Για τα περισσότερα από αυτά υπάρχει κίνδυνος ανάπτυξης αντοχής και εξάρτησης.

Διαλύτες

Προϊόντα του εμπορίου που περιέχουν χημικά και οργανικά συστατικά και εξατμίζονται σε θερμοκρασία δωματίου. Απορροφώνται εύκολα από το κεντρικό νευρικό σύστημα προκαλώντας κατάπτωση των βασικών οργάνων και λειτουργιών.

1.3.6        Το νομοθετικό πλαίσιο

Ο Ν. 1729/1987 όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 2161/1993 που προβλέπει αυστηρές ποινές(κάθειρξη) για την εισαγωγή-καλλιέργεια-μεταφορά-αγορά-πώληση κ.λ.π οποιασδήποτε ναρκωτικής ουσίας.

Οι χρήστες τιμωρούνται με φυλάκιση. Δεν τιμωρούνται οι τοξικομανείς, υποβάλλονται όμως σε θεραπεία σε ειδικά κέντρα αποτοξίνωσης.

Ο Ν. 2331/1995 για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες.

Ο Ν. 2713/1999 για την Σύσταση Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας.

Ο Ν.  2928/27-7-2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων».

1.3.7        Η Ποινική Αντιμετώπιση

Τα αδικήματα που σχετίζονται με την κάνναβη τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι 5 ετών, την οποία ο δράστης μπορεί να ανταλλάξει με υποχρεωτική θεραπεία.

Οι ποινές διαφέρουν ανάλογα με το είδος της ναρκωτικής ουσίας. Σύμφωνα με τον Νόμο 2161/1993 το δικαστήριο θα εξετάσει την φύση της ουσίας(καθώς επίσης και την ποσότητα και την καθαρότητά της και την υγεία του δράστη) για τον προσδιορισμό της απόφασης.

Στη Χώρα μας ο κύριος νόμος περί ελέγχου και απαγόρευσης ναρκωτικών ψηφίστηκε το 1987 (νόμος 1729/87). Η βασική φιλοσοφία του νόμου αυτού, αλλά και των νόμων που τον συμπλήρωσαν ή τον τροποποίησαν, στα χρόνια που ακολούθησαν, είναι αφενός μεν ο αυστηρός κολασμός των εμπόρων-διακινητών των τοξικο-εξαρτησιογόνων ουσιών, αφετέρου δε η επιεικής αντιμετώπιση των χρηστών.

Ο νόμος θεσπίζει ένα βασικό κριτήριο για την επιβολή ποινής για χρήση και κατοχή ναρκωτικών: τον βαθμό εξάρτησης του ατόμου. Οι συλληφθέντες χωρίζονται πράγματι σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το εάν είναι ή όχι εξηρτημένοι.

Οι εξηρτημένοι που συλλαμβάνονται για προσωπική χρήση ή κατοχή ναρκωτικών κρίνονται ατιμώρητοι, εάν το δικαστήριο κρίνει ότι η χρήση ή κατοχή αυτών εξυπηρετεί αποκλειστικά τις δικές τους ανάγκες.

Ωστόσο ο Νόμος 2721/1999 προβλέπει πιο επιεική ποινή για τους χρήστες ναρκωτικών που διαθέτουν σε άλλους μικρή ποσότητα, για δική τους αποκλειστική χρήση. Η εμπορία όμως σε κάθε περίπτωση διώκεται αυστηρότατα.

Ειδικότερα, ο νόμος χαρακτηρίζει τους εξαρτημένους χρήστες ως ασθενείς  και δεν τους επιβάλλει ποινή, ενώ στους μη εξαρτημένους επιβάλλει ποινή φυλακίσεως μέχρις 6 μηνών, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε χρηματική ποινή ή να ανασταλεί, υπό προϋποθέσεις. Εάν όμως πρόκειται περί ατόμου το οποίο απασχολεί για πρώτη φορά τις Διωκτικές Αρχές ή διαφαίνεται ότι δεν θα τις απασχολήσει εκ νέου, η Εισαγγελική Αρχή δύναται να απόσχει από την δίωξη.

Η διακίνηση ναρκωτικών τιμωρείται:

  • Με φυλάκιση μέχρις 6 μηνών ή χρηματική ποινή (για πώληση μικροποσοτήτων για προσωπική χρήση)
  • Μεταξύ πέντε και είκοσι ετών
  • Με ισόβια κάθειρξη.

1.3.7.1  Εναλλακτικά μέτρα.

Οι τοξικομανείς μπορεί να διαταχθεί να κρατηθούν  για υποχρεωτική θεραπεία σε κλειστό κατάστημα. Ο χρόνος θεραπείας στο κατάστημα υπολογίζεται σαν τμήμα του χρόνου που έχει προσδιορισθεί με την  καταδικαστική απόφαση.

1.3.8        Οργανισμός Κατά των Ναρκωτικών (Ο.ΚΑ.ΝΑ)

Ιδρύθηκε με τον Νόμο 2161/1993, που ψηφίστηκε από το σύνολο του Κοινοβουλευτικού Σώματος και λειτούργησε στις αρχές του 1995. Είναι αυτοδιοικούμενο Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας.

Σκοποί του Οργανισμού

  • Ο σχεδιασμός,η προώθηση, ο διυπουργικός συντονισμός και η εφαρμογή Εθνικής Πολιτικής σχετικά με την πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια πρόληψη της ουσιοεξάρτησης.
  • Η μελέτη του προβλήματος της ουσιοεξάρτησης σε εθνικό επίπεδο, η παροχή έγκυρης και αξιόπιστης πληροφόρησης και η ευαισθητοποίηση του κοινού.
  • Η ίδρυση και η αποτελεσματική λειτουργία των Κέντρων Πρόληψης της ουσιοεξάρτησης, των Θεραπευτικών Μονάδων και των Κέντρων Κοινωνικής-Επαγγελματικής Επανένταξης στην Ελλάδα

1.3.9         Χρήση παράνομων ουσιών από διασημότητες

Περισσότεροι άνθρωποι από ποτέ μπορούν τώρα να παρακολουθήσουν, μέσω των Μ.Μ.Ε., τη συμπεριφορά των γνωστών δημόσιων ατόμων από τον κόσμο του αθλητισμού, των ταινιών ψυχαγωγίας ή των τεχνών κ.α.. Γενικά, όσο πιο αναγνωρίσιμο είναι ένα πρόσωπο και όσο πιο αντικοινωνική είναι η συμπεριφορά του, τόσο υψηλότερο είναι και το ενδιαφέρον των μέσων και του κοινού.

Είναι σαφές ότι όταν και οι δημόσιες προσωπικότητες χρησιμοποιούν παράνομες ουσίες, παραβαίνουν το νόμο. Ανάλογα όμως με το πώς οι Αρχές ανταποκρίνονται στο περιστατικό, οι αναφορές των Μ.Μ.Ε. απεικονίζουν ή συχνά παράγουν την εντύπωση ότι το σύστημα αντιμετωπίζει την συγκεκριμένη προσωπικότητα ευνοϊκότερα σε σχέσεις με άλλες. Αυτό έχει συνέπεια, την αναπαραγωγή του δημόσιου κυνισμού οδηγώντας στην υιοθέτηση μιας στάσης ανοχής απέναντι στα ναρκωτικά καθώς και επιπτώσεις στην αντίληψη για τη δικαιοσύνη και την αναλογικότητα της αντιμετώπισης του δικαστικού συστήματος, ειδικά εάν υπάρχει μια λιγότερο επιεικής αντιμετώπιση σε παρόμοιες υποθέσεις που σημειώνονται από μη διασημότητες.

Η χρήση παράνομων ουσιών από τις διασημότητες μπορεί λοιπόν να επηρεάσει αρκετά τις δημόσιες τάσεις, αξίες και συμπεριφορά για τη χρήση των ναρκωτικών ουσιών, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων που δεν έχουν σχηματίσει ακόμα μια σταθερή και πλήρως ενημερωμένη θέση — στάση στα ζητήματα περί των ναρκωτικών.

1.3.10     Νομοθεσία στη χώρα μας για την καταπολέμηση του Ντόπινγκ –  νομοθετική ρύθμιση

α) Ντόπινγκ είναι η χορήγηση σε αθλητή ή η χρήση από αυτόν ενός απαγορευμένου μέσου, καθώς επίσης και ύπαρξη στο σώμα του είτε απαγορευμένου μέσου, είτε των αποδείξεων της χρήσης ενός τέτοιου μέσου.

β) Χρήση είναι η με οποιοδήποτε τρόπο λήψη από αθλητή και η εισαγωγή στον οργανισμό του απαγορευμένης ουσία, ιδίως με κατάποση ή με ένεση, καθώς και η με οποιονδήποτε τρόπο εφαρμογή από αυτόν απαγορευμένης μεθόδου.

γ) Χορήγηση είναι η με οποιονδήποτε τρόπο δόση, παροχή ή μεταβίβαση στον αθλητή απαγορευμένης ουσίας ή η εφαρμογή σε αυτόν απαγορευμένης μεθόδου, ανεξάρτητα εάν τελικά έγινε χρήση της.

Ο υπ’ αριθμ. Ν. 3057/2002-ΦΕΚ 239/10-10-2002 που τροποποίησε και συμπλήρωσε το Ν. 2725/1999, στο κεφάλαιο Δ’ για την καταπολέμηση του ντόπινγκ, άρθρα 52 και εντεύθεν, αναφέρονται μεταξύ των άλλων, αναλυτικά στις διαδικασίες ελέγχου ντόπινγκ- στη σύσταση Εθνικού Συμβουλίου για την καταπολέμηση του ντόπινγκ-(Ε.Σ.ΚΑ.Ν.) καθώς και στις πειθαρχικές παραβάσεις, πειθαρχικές κυρώσεις, ποινικές διατάξεις , και στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα.

Στον προαναφερόμενο νόμο αναφέρονται οι κατηγορίες εκείνων των ουσιών που απαγορεύονται σε κάθε περίπτωση, καθώς και οι κατηγορίες των ουσιών που απαγορεύονται ανάλογα με το άθλημα ή την ποσοτική συγκέντρωση.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Πολιτισμού, που εκδίδεται τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, καθορίζονται οι απαγορευμένες ουσίες ή μέθοδοι κατά την έννοια του άρθρου 128Β, ύστερα από γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Καταπολέμησης του Ντόπινγκ (Ε.Σ.ΚΑ.Ν.).

Η απόφαση αυτή εναρμονίζεται υποχρεωτικά με τους καταλόγους απαγορευμένων ουσιών που εκδίδει κάθε φορά η Δ.Ο.Ε., ο Παγκόσμιος Οργανισμός Αντιντόπινγκ (Π.Ο.Α.) και η αρμόδια Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης κατά του Ντόπινγκ (Ν. 2371/1996).Ο κατάλογος των απαγορευμένων μέσων που περιλαμβάνεται σε αυτή την απόφαση είναι κοινός για όλα τα αθλήματα και για όλους τους κλάδους άθλησης, εκτός εάν στην απόφαση ορίζεται ρητά το αντίθετο.

Στα πλαίσια αυτά οι ουσίες που θεωρούνται ντόπινγκ-αναβολικά αναφέρονται στην κοινή Υπουργική Απόφαση 33081/2004 η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 1229 Β’.

Οι ουσίες αυτές είναι δυνατόν να περιέχονται είτε σε φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα είτε σε συμπληρώματα διατροφής ή τρόφιμα ειδικής διατροφής για αθλητές.

Το άρθρο 17 «Ρύθμιση θεμάτων ελέγχου του ντόπινγκ» έως το άρθρο 21 του υπ» αριθμ. Ν.3708/2008-ΦΕΚ 210/08-10-2008 προσθέτουν και αντικαθιστούν άρθρα, παραγράφους και εδάφια του Ν. 2725/1999 (ΦΕΚ 121 Α ) όπως αυτός αντικαταστάθηκε και προστέθηκε με το Ν. 3057/2002 (ΦΕΚ 239 Α’) και του Ν.725/1999 όπως αυτός προστέθηκε και τροποποιήθηκε με το Ν.057/2002.

Στη νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση αναφέρονται μεταξύ των άλλων θεμάτων:

- Η ευθύνη δειγματοληψίας για τον έλεγχο του ντόπινγκ όπου ανήκει

αποκλειστικά στο Εθνικό Συμβούλιο Καταπολέμησης του Ντόπινγκ

(ΕΣΚΑΝ) και όπου διενεργείται αποκλειστικά από το σώμα δειγματοληπτών του.

Οι ποινικές και χρηματικές ποινές αλλά ακόμα και η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος σχετικού με τον αθλητισμό, που τιμωρείται όποιος χορηγεί σε αθλητή φυσική ή χημική ουσία ή βιολογικό ή βιοτεχνικό υλικό ή εφαρμόζει σε αυτόν μέθοδο που απαγορεύεται.

Οι ποινικές και χρηματικές ποινές που τιμωρείται όποιος αθλητής χρησιμοποιεί φυσική ή χημική ουσία ή βιολογικό ή βιοτεχνικό υλικό ή επιτρέπει την εφαρμογή σε αυτόν μεθόδου που απαγορεύεται.

Οι ποινικές και χρηματικές ποινές αλλά ακόμα και η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος σχετικού με τον αθλητισμό, που τιμωρείται όποιος κατασκευάζει, εκχυλίζει, παρασκευάζει, αποθηκεύει, διακινεί, εμπορεύεται, προμηθεύεται ή παρέχει οικονομικά μέσα με οποιονδήποτε τρόπο για την προμήθεια των ουσιών και μεθόδων που απαγορεύονται.

1.3.11    Ναρκωτικά και Διαδίκτυο ( Internet )

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το Internet προσέφερε και προσφέρει στην παγκόσμια κοινωνία τεράστια οφέλη σε πάρα πολλούς τομείς. Όπως η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τα έντυπα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο παρέχει στο κοινό πληροφορίες, ψυχαγωγία και «εμπορικές πληροφορίες» της παγκόσμιας αγοράς (διαφημίσεις). Είναι ένα μέσο ζωτικής σημασίας για την επικοινωνία, την ψυχαγωγία και το εμπόριο. To internet σε σχέση με όλα τα άλλα μέσα ενημέρωσης διαφέρει σημαντικά σε τουλάχιστον ένα τομέα, επιτρέπει σε άτομα απ’ όλο τον κόσμο να αγοράζουν με σχετική ανωνυμία από μια παγκόσμια αγορά. Η εκτροπή και λανθασμένη χρήση των επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας, διαχρονικά, χρησιμοποιήθηκαν από «όπλα» για την κοινωνία και σε «όπλα» κατά της κοινωνίας έτσι και το διαδίκτυο δυνητικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιείται και αρνητικά.

Τα οφέλη τα οποία προσφέρει το διαδίκτυο ισχύουν για όλους, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που διαπράττουν παράνομες ενέργειες, όπως η πειρατεία λογισμικού, η προσβολή με ιούς του λογισμικού, οι απάτες, η κατασκοπεία, η διακίνηση παιδικής πορνογραφίας, οι παράνομες αγοραπωλησίες όπλων και ναρκωτικών κ.λ.π.. Στον τομέα των ναρκωτικών μπορεί να χρησιμοποιηθεί αρνητικά για τη διάδοσή τους μέσω της «διαφήμισής» τους, για την παροχή πληροφοριών σχετικά με την καλλιέργεια, παρασκευή, απόκτηση και χρήση τους και τη διακίνησή τους.

Οι έφηβοι και νεαροί ενήλικες παγκοσμίως, είναι το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού με πρόσβαση στο internet. Εκατομμύρια παιδιά σ’ ολόκληρο τον κόσμο κάτω των 18 ετών χρησιμοποιούν σήμερα το internet και αναμένεται στα αμέσως προσεχή χρόνια να αυξάνονται συνεχώς οι έφηβοι που θα έχουν πρόσβαση και θα βρίσκονται σε άμεση διασύνδεση μ’ αυτό.

Λόγω του μεγάλου αριθμού των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων που έχουν πρόσβαση στο internet, η απειλή που προέρχεται από δραστηριότητες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά που εμφανίζονται σ’ αυτό είναι πολύ σοβαρή. Έμποροι ναρκωτικών απ’ όλο τον κόσμο, λόγω του μεγάλου αριθμού των νέων που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, ενθαρρύνονται να πωλούν «τα προϊόντα τους» μέσα απ’ αυτό το ισχυρό μέσο.

Δραστηριότητες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά είναι ευρέως διαδεδομένες στο διαδίκτυο, ακόμη και ένας αρχάριος χρήστης του διαδικτύου, έχει εύκολη πρόσβαση σε πληροφορίες που σχετίζονται με την παραγωγή, καλλιέργεια, αγορά, πώληση ή χρήση ναρκωτικών. Άτομα που κάνουν χρήση απαγορευμένων ουσιών ή είναι επιρρεπή στη χρήση αυτών έχουν εύκολή πρόσβαση σε ιστοσελίδες που παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους χρήσης, τα διαθέσιμα είδη ναρκωτικών, την ορολογία τους και πολλές απ’ αυτές προωθούν εμμέσως ή αμέσως την χρήση και τον πειραματισμό μ’ αυτές. Έμποροι ναρκωτικών και αγοραστές χρησιμοποιούν τις δυνατότητες του διαδικτύου για να συζητήσουν σχετικά με τις τιμές των ναρκωτικών, να «κλείσουν» συμφωνίες και για τον τρόπο αποστολής. Συνταγές και λεπτομερείς οδηγίες παρασκευής ναρκωτικών είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Πολλές ιστοσελίδες δεν προσφέρουν μόνο συνταγές για την παρασκευή ναρκωτικών, αλλά και οδηγίες για το που και πως μπορεί κάποιος να προμηθευτεί πρόδρομες ουσίες και τον απαραίτητο εξοπλισμό χωρίς να κινήσει τις υποψίες των αρχών. Επιπλέον παρέχονται πληροφορίες που αναφέρονται σε κάθε είδους ναρκωτικά και φαρμακευτικά σκευάσματα ή για τους χώρους διασκέδασης όπου μπορούν να βρουν ναρκωτικά. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι όπως και στη διακίνηση ναρκωτικών εκτός διαδικτύου οι πληροφορίες παρέχονται «από στόμα σε στόμα», έτσι και μέσω διαδικτύου παρέχονται πληροφορίες κωδικοποιημένες σχετικά με ιστοσελίδες μέσω των οποίων πωλούνται ναρκωτικά και γενικά με τη διακίνηση ναρκωτικών και είναι πολύ δύσκολο να εντοπισθούν.

Ένα ακόμη υπαρκτό πρόβλημα είναι η παράνομη διάθεση των συνταγογραφούμενων σκευασμάτων (φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν ελεγχόμενες ναρκωτικές και ψυχότροπες ουσίες π.χ. βενζοδιαζεπίνες, βαρβιτουρικά κ.λ.π.) από τα λεγόμενα «φαρμακεία του διαδικτύου». Οι κυριότεροι κίνδυνοι που υπάρχουν από την αγορά τέτοιων σκευασμάτων μέσω διαδικτύου είναι: α) Το φάρμακο μπορεί να διατίθεται χρησιμοποιώντας ψευδείς ή ανακριβείς ισχυρισμούς σχετικά με τον τρόπο χρήσης, την αποτελεσματικότητα, τη δοσολογία, τις ενδείξεις κ.λ.π., β) το φάρμακο μπορεί να διατεθεί χωρίς έγκυρη ιατρική συνταγή και χωρίς την εποπτεία χορήγησης από γιατρό, γ) το φάρμακο μπορεί να είναι νοθευμένο, περισσότερο ή λιγότερο ισχυρό και επομένως ακατάλληλο ή ληγμένο, δ) η τιμή του μπορεί να είναι σημαντικά υψηλότερη από την τιμή της νόμιμης κυκλοφορίας του και επομένως να υπάρχει αισχροκέρδεια και ε) να υπάρξουν σοβαρά προβλήματα σχετικά με την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, του απορρήτου των ιατρικών δεδομένων και την κατάχρηση της πιστωτικής κάρτας του αγοραστή — καταναλωτή. Επιπλέον υπάρχει σοβαρότατο πρόβλημα «ξεπλύματος βρώμικου χρήματος» και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

1.3.11.1                      Ναρκωτικά στο διαδίκτυο και Νόμος

Οι παραβάσεις της νομοθεσίας που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και διαπράττονται μέσω του διαδικτύου, είναι φαινόμενο που απασχολεί τις διωκτικές αρχές τα τελευταία χρόνια.

Οι κυριότερες παραβάσεις αφορούν:

α) Τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και απαγορευμένων φαρμάκων.

β) Τη δημοσίευση «συνταγών» για την παραγωγή ναρκωτικών ουσιών.

γ) Τη διάδοση των ουσιών μέσω της διαφημίσεώς τους.

Ο βασικότερος τρόπος διακίνησης των ναρκωτικών μέσω διαδικτύου είναι με αποστολή ταχυδρομικών δεμάτων.

Τα προβλήματα που υπάρχουν ως προς τη δίωξη των παραβάσεων που αφορούν τα ναρκωτικά και σχετίζονται με το διαδίκτυο αφορούν κυρίως στη δυσκολία εντοπισμού των δραστών, στη διαφορετική νομοθεσία που ισχύει σε κάθε χώρα για το χαρακτηρισμό των ουσιών ως απαγορευμένων ή μη, ζητήματα που αφορούν τον τόπο διαπράξεως των παραβάσεων και επομένως τοπικής αρμοδιότητας και η εμπλοκή κυρίως νεαρών ατόμων λόγω της ενασχόλησής τους με τις νέες τεχνολογίες.

Η διακίνηση ναρκωτικών στο διαδίκτυο έχει αυξηθεί δραματικά όπως προειδοποιούν εμπειρογνώμονες στο Ιο Παγκόσμιο Φόρουμ κατά των ναρκωτικών που πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη (8-10 Σεπτεμβρίου 2008). Αξιωματούχος της Ιντερπόλ, ο οποίος συμμετείχε στο Φόρουμ, δήλωσε ότι «η αγορά ναρκωτικών στο διαδίκτυο είναι πραγματικά πολύ εύκολη. Το μόνο που χρειάζεται ο αγοραστής είναι ένα internet καφέ και μια πιστωτική κάρτα». Ο ίδιος αξιωματούχος πρόσθεσε ότι «δεν υπάρχουν ακόμα επίσημα στατιστικά στοιχεία αλλά όλα δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια οι πωλήσεις ναρκωτικών μέσω internet έχουν αυξηθεί ραγδαία».

Οι αγοραστές ναρκωτικών μέσω internet είναι κατά κύριο λόγο άτομα ηλικίας κάτω των 30 ετών, οι οποίοι είναι ανοικτοί σε νέες εμπειρίες και είναι γνώστες του διαδικτύου. «Στο διαδίκτυο αισθάνονται πιο ασφαλείς λόγω της ανωνυμίας» τόνισε αξιωματούχος της Σουηδικής Αστυνομίας και συμπλήρωσε, «αισθάνονται ανώνυμοι με το να βρίσκονται πίσω από την οθόνη του υπολογιστή και πιστεύουν ότι δεν κάνουν κάτι παράνομο και αξιόποινο».

To internet εκτός από «τόπος» πώλησης ναρκωτικών χρησιμοποιείται και ως τόπος ενημέρωσης για την παρασκευή απαγορευμένων ουσιών και αυτό θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα νέο κύμα χρήσης συνθετικών ναρκωτικών.

Σύμφωνα με δημοσίευμα βρετανικής εφημερίδας «περισσότερα από 30 χημικά ναρκωτικά των οποίων η συνταγή είναι διαθέσιμη μέσω internet είναι απολύτως νόμιμα» προφανώς υπονοώντας ότι είναι νόμιμα στη Μ. Βρετανία αλλά αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη Μ. Βρετανία αλλά και στις περισσότερες χώρες σ’ ολόκληρο τον κόσμο και συμβαίνει επειδή ο νομικός μηχανισμός που τα κατατάσσει στις απαγορευμένες ουσίες είναι πολύ πιο αργός από τη φαντασία και τη δημιουργικότητα των χημικών που τα παράγουν. Είναι ιδιαίτερα δύσκολος ο εντοπισμός των παραβατών που ασχολούνται με τα ναρκωτικά και συνδέονται με δραστηριότητές τους με το διαδίκτυο, από τις διωκτικές αρχές, επειδή οι πληροφορίες μπορούν να ανταλλάσσονται και οι πωλήσεις να ολοκληρώνονται γρήγορα και με σχετική ανωνυμία μέσω του internet.

Τα άτομα αυτά εκμεταλλεύονται όλο και περισσότερο τις δυνατότητες των προηγμένων τεχνολογιών για την απόκρυψη της ταυτότητάς τους και των παρανόμων ενεργειών τους. Μπορούν να επωφεληθούν χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες των chat rooms, e-mail, web ή να προστατεύονται σχετικά με τον εντοπισμό τους με κρυπτογραφημένα και κωδικοποιημένα κείμενα ή χρησιμοποιώντας κωδικούς πρόσβασης και άλλες απαιτήσεις καταχώρησης σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τον εντοπισμό τους και τις κυρώσεις του νόμου.

Οι διάφορες χώρες αναγκάζονται να θεσμοθετήσουν καινούργιες νομοθετικές ρυθμίσεις και ανακριτικές διαδικασίες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις παράνομες δραστηριότητες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, λαμβάνουν χώρα στον κυβερνοχώρο και έχουν σχέση με θέματα δικαιοδοσίας και τρόπων εντοπισμού των δραστών.

Τα άτομα που ασχολούνται με διακίνηση ναρκωτικών μέσω του internet αντιλαμβανόμενα τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στις διωκτικές αρχές σχετικά με τον εντοπισμό τους, τη διερεύνηση των δραστηριοτήτων τους και τη δίωξή τους διαπνέονται «από τον αέρα του αήττητου» και πιστεύουν ότι είναι αξεπέραστη η δίωξή τους.

Έχοντας υπόψη όλα αυτά θα πρέπει να γίνει κατανοητό απ’ όλους ότι πρέπει να υπάρξει εντονότερη δραστηριοποίηση και συνεργασία σ’ όλα τα επίπεδα προκειμένου να αντιμετωπισθεί όσο είναι δυνατόν το θέμα που αφορά δραστηριότητες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά μέσω διαδικτύου.


[1] Η άδεια κατοχής των όπλων αυτών χορηγείται σε φυσικά  ή  νομικά  πρόσωπα, που  ασχολούνται  αποδεδειγμένα  με  την  προαγωγή  του  αθλήματος  της σκοποβολής άρθρο 7 Ν. 2168/1993 και υπ’ αριθ.: 4325/1999 Κ.Υ.Α.

[2] Άρθρο 8 Ν. 2168/1993.

[3] Άρθρο 7 παρ. 6 Ν.2168/1993

[4] Άρθρο 8 παρ. 2 εδαφ. β΄ Ν. 2168/1993.

[5] Άρθρο 5 υπ’ αριθ.: 3009/2/28-γ από 16.06.1994 Απόφασης Υ.Δ.Τ.

[6] Άρθρο 7 παρ. 4 υπ’ αριθ.: 3009/2/23-α΄ από 31.08.1994 Απόφασης Υ.Δ.Τ.

[7] Άρθρα 12 και 15 της υπ’ αριθ.: 4325/1999 Κ.Υ.Α. & Άρθρο 5 υπ’ αριθ.: 3009/2/28-γ από 16.06.1994 Απόφασης Υ.Δ.Τ.

[8] Υπ’ αριθ.: 3009/2/20-στ από 07.01.1994 Απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης.

[9] Είναι δυνατόν να επιτραπεί η οπλοφορία και με αυτόματα ή άλλα πυροβόλα όπλα, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ασφάλειας, σύμφωνα με όσα ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης.

[10] Άρθρο 7 παρ. 1 εδαφ. β΄ υπ’ αριθ.: 3009/2/23-α΄ από 31.08.1994 Απόφασης Υ.Δ.Τ.

[11] Άρθρο 6 παρ. 2 υπ’ αριθ.: 3009/2/23-α΄ από 31.08.1994 Απόφασης Υ.Δ.Τ.

[12] Άρθρο 7 παρ. 1 εδαφ. γ΄ υπ’ αριθ.: 3009/2/23-α΄ από 31.08.1994 Απόφασης Υ.Δ.Τ.

[13] Άρθρο 6 παρ. 2 υπ’ αριθ.: 3009/2/23-α΄ από 31.08.1994 Απόφασης Υ.Δ.Τ.

[14] Άρθρο 6 παρ. 2 υπ’ αριθ.: 3009/2/23-α΄ από 31.08.1994 Απόφασης Υ.Δ.Τ.

Τελευταία Νέα Blog Twitter
Coordinators Group

Η νέα εποχή στην εκπαίδευση. Η εκπαιδευτική δύναμη στην ασφαλιστική βιομηχανία. Εκπαιδευτείτε από όπου και αν βρίσκεστε με το COORDINATORS MQI E-LEARNING SYSTEM.

Επικοινωνήστε μαζί μας

Γενικές Πληροφορίες: coord@otenet.gr

  • 4